Anonymous

προσκρούω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskroyo
|Transliteration C=proskroyo
|Beta Code=proskrou/w
|Beta Code=proskrou/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[knock against]], τὴν κεφαλὴν παρά τι <span class="bibl">Ant.Lib.8.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">strike against, collide with</b>, πυρί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>43c</span>, cf. <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>2p.38U.</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nat.</span>2.3</span>; πρός τι <span class="bibl">Zen.3.29</span>: abs., [[stumble]], [[fall]], <span class="bibl">D.18.254</span>: metaph. of failure or defeat, μικρὰ προσκρούσας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Luc.</span>17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph., <b class="b2">have a collision with</b> another, [[give offence]], τὸ π. καὶ φιλονικεῖν περί τινος <span class="bibl">D.5.25</span>, cf. <span class="bibl">21.61</span>: c. acc. cogn., ἂ προσέκρουον <span class="bibl">Id.19.205</span>; π. τισί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fab.</span>26</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>531.10</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">take offence at, be angry with</b>, τινι <span class="bibl">D.24.6</span>; ἀλλήλοις <span class="bibl">Din.1.99</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1263a18</span>; προσκρούσας τι τούτῳ <span class="bibl">Aeschin.1.110</span>, cf. <span class="bibl">D.33.7</span>; φιλοσοφίᾳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>23</span>: abs., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>89e</span>; τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1166a6</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[knock against]], τὴν κεφαλὴν παρά τι Ant.Lib.8.7.<br><span class="bld">II</span> intr., [[strike against]], [[collide with]], πυρί Pl.''Ti.''43c, cf. Epicur. ''Ep.''2p.38U., ''Nat.''2.3; πρός τι Zen.3.29: abs., [[stumble]], [[fall]], D.18.254: metaph. of failure or defeat, μικρὰ προσκρούσας Plu.''Sull.''11, cf. ''Luc.''17.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[have a collision with]] another, [[give offence]], τὸ π. καὶ φιλονικεῖν περί τινος D.5.25, cf. 21.61: c. acc. cogn., ἂ προσέκρουον Id.19.205; π. τισί Plu.''Them.''20, ''Fab.''26, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''531.10 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[take offence at]], [[be angry with]], τινι D.24.6; ἀλλήλοις Din.1.99, Arist.''Pol.''1263a18; προσκρούσας τι τούτῳ Aeschin.1.110, cf. D.33.7; φιλοσοφίᾳ Plu.''Cat.Ma.''23: abs., [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 89e; τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1166a6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] (s. [[κρούω]]), anstoßen, insbes. – a) Einem aufstoßen, auf ihn stoßen, ihm zufällig begegnen, τινί, hineingerathen, ὅτε πυρὶ προσκρούσειε Plat. Tim. 43 c. – b) bei Einem anstoßen, ihn beleidigen, ihm verfeindet werden, wie [[προσκόπτω]]; θαμὰ προσκρούων μισεῖ πάντας, Plat. Phaed. 90 e; ἀνθρώπῳ, Dem. 24, 6, der auch τὴν ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχίαν dem τὸ προσκρούειν entgegstzt, 5, 25; προσκέκρουκεν [[ἐμοί]], 21, 206; Sp., Luc. Demon. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] (s. [[κρούω]]), [[anstoßen]], insbes. – a) Einem aufstoßen, auf ihn stoßen, ihm zufällig begegnen, τινί, hineingeraten, ὅτε πυρὶ προσκρούσειε Plat. Tim. 43 c. – b) bei Einem anstoßen, ihn beleidigen, ihm verfeindet werden, wie [[προσκόπτω]]; θαμὰ προσκρούων μισεῖ πάντας, Plat. Phaed. 90 e; ἀνθρώπῳ, Dem. 24, 6, der auch τὴν ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχίαν dem τὸ προσκρούειν entgegstzt, 5, 25; προσκέκρουκεν [[ἐμοί]], 21, 206; Sp., Luc. Demon. 11.
}}
{{bailly
|btext=se heurter contre ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[éprouver un échec]];<br /><b>2</b> [[se froisser]], [[se quereller]], [[être en désaccord]] : τινί, avec qqn, [[se fâcher]] contre qqn;<br /><b>3</b> [[heurter]], [[froisser]], [[offenser]], <i>acc. ou dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κρούω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-κρούω botsen tegen, met dat.:; ὅτε πυρὶ προσεκρούσειε τὸ σῶμα telkens wanneer het lichaam botste met vuur Plat. Tim. 43c; overdr. abs. tegenslag hebben:. μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν na een lichte tegenslag bij Chaironeia Plut. Sull. 11.5. in conflict raken (met); met dat..; ἐκ μικρῶν προσκρούοντες ἀλλήλοις om onbeduidende oorzaken met elkaar in conflict rakend Aristot. Pol. 1263a18; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. προσέκρουσεν ὁ Κικέρων αὐτῷ πρόσκρουσιν Cicero kreeg een conflict met hem Plut. Cic. 34.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκρούω:'''<br /><b class="num">1</b> [[наталкиваться]], [[попадать]] (πυρί Plat.);<br /><b class="num">2</b> досл. [[спотыкаться]], перен. [[терпеть неудачу]] (μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν Plut.): προσκεκρουκὼς ἀπειρίᾳ Plut. потерпевший неудачу по (своей) неопытности;<br /><b class="num">3</b> [[оскорблять]], [[обижать]], [[наносить обиду]] (τινί Dem., Plat.);<br /><b class="num">4</b> [[ссориться]], [[враждовать]] (ἀλλήλοις Arst.): οἱ προσκεκρουκότες Arst. перессорившиеся;<br /><b class="num">5</b> [[сносить обиды]], [[терпеть оскорбления]]: τελευτῶν δὴ θαμὰ προσκρούων Plat. когда ему надоело сносить постоянные обиды.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκρούω''': [[κρούω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπαφὴν ἢ σύγκρουσιν [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, τινι Πλάτ. Τίμ. 43C· [[πρός]] τι Ζηνόβ. 3. 29˙ ἀπολ., [[προσκόπτω]], ἀπαντῶ ἐμπόδιον, μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν Πλουτ. Συλλ. 11, Λούκουλλ. 17. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[προσκόπτω]] ΙΙ, [[ἔρχομαι]] εἰς σύγκρουσιν (ἠθικὴν) [[πρός]] τινα, τὸ πρ. καὶ φιλονεικεῖν [[περί]] τινος Δημ. 63. 21˙ πρ. τινά, προξενῶ σκάνδαλά τινα, ὁ αὐτ. 405. 7˙ πρ. τινὶ Πλουτ. Θησ. 20, Φάβ. 26. 2) ὀργίζομαι κατά τινος, τινὶ Δημ. 534. 14., 701. 23., 894. 18˙ ἀλλήλοις Δείναρχ. 102. 43, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4˙ προσκρούσας τι τούτῳ Αἰσχίν. 15. 34˙ φιλοσοφίᾳ Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 23˙ ― ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Ε˙ τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 2. ― πρβλ. [[πρόσκρουσις]] ΙΙ, [[πρόσκρουσμα]] ΙΙ.
|lstext='''προσκρούω''': [[κρούω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπαφὴν ἢ σύγκρουσιν [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, τινι Πλάτ. Τίμ. 43C· [[πρός]] τι Ζηνόβ. 3. 29˙ ἀπολ., [[προσκόπτω]], ἀπαντῶ ἐμπόδιον, μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν Πλουτ. Συλλ. 11, Λούκουλλ. 17. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[προσκόπτω]] ΙΙ, [[ἔρχομαι]] εἰς σύγκρουσιν (ἠθικὴν) [[πρός]] τινα, τὸ πρ. καὶ φιλονεικεῖν [[περί]] τινος Δημ. 63. 21˙ πρ. τινά, προξενῶ σκάνδαλά τινα, ὁ αὐτ. 405. 7˙ πρ. τινὶ Πλουτ. Θησ. 20, Φάβ. 26. 2) ὀργίζομαι κατά τινος, τινὶ Δημ. 534. 14., 701. 23., 894. 18˙ ἀλλήλοις Δείναρχ. 102. 43, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4˙ προσκρούσας τι τούτῳ Αἰσχίν. 15. 34˙ φιλοσοφίᾳ Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 23˙ ― ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Ε˙ τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 2. ― πρβλ. [[πρόσκρουσις]] ΙΙ, [[πρόσκρουσμα]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=se heurter contre ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> éprouver un échec;<br /><b>2</b> se froisser, se quereller, être en désaccord : τινί, avec qqn, se fâcher contre qqn;<br /><b>3</b> heurter, froisser, offenser, <i>acc. ou dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κρούω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] ή [[χτυπώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[καθώς]] κινούμαι, [[συγκρούομαι]] («το [[αυτοκίνητο]] προσέκρουσε στον στύλο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] εντελώς [[αντίθετος]], [[διάκειμαι]] εχθρικώς ή περιφρονητικώς<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιβαίνω]], [[αντίκειμαι]], δεν συμβιβάζομαι (α. «η ενέργειά του προσκρούει σε ρητή [[διάταξη]] του νόμου» β. «αυτό που μού ζητάς προσκρούει στις αρχές μου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συναντώ]] εμπόδια, [[βρίσκω]] [[εναντίωση]] («η [[προαγωγή]] του προσκρούει σε ποικίλες αντιδράσεις, και [[κυρίως]] στην [[άρνηση]] του υπουργού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[έρχομαι]] σε [[σύγκρουση]] [[ηθική]] ή ψυχική με κάποιον, [[αντιμάχομαι]] («ἐκ τούτων μέν οὖν [[μάλιστα]] τοῑς Λακεδαιμονίοις προσέκρουσε», <b>Πλούτ.</b>)<br />β. καταλαμβάνομαι από [[οργή]].
|mltxt=ΝΑ [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] ή [[χτυπώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[καθώς]] κινούμαι, [[συγκρούομαι]] («το [[αυτοκίνητο]] προσέκρουσε στον στύλο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] εντελώς [[αντίθετος]], [[διάκειμαι]] εχθρικώς ή περιφρονητικώς<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιβαίνω]], [[αντίκειμαι]], δεν συμβιβάζομαι (α. «η ενέργειά του προσκρούει σε ρητή [[διάταξη]] του νόμου» β. «αυτό που μού ζητάς προσκρούει στις αρχές μου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συναντώ]] εμπόδια, [[βρίσκω]] [[εναντίωση]] («η [[προαγωγή]] του προσκρούει σε ποικίλες αντιδράσεις, και [[κυρίως]] στην [[άρνηση]] του υπουργού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[έρχομαι]] σε [[σύγκρουση]] [[ηθική]] ή ψυχική με κάποιον, [[αντιμάχομαι]] («ἐκ τούτων μέν οὖν [[μάλιστα]] τοῖς Λακεδαιμονίοις προσέκρουσε», <b>Πλούτ.</b>)<br />β. καταλαμβάνομαι από [[οργή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκρούω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσκρούω]], [[έρχομαι]] σε [[σύγκρουση]] προς, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[προσκόπτω]], [[βρίσκω]], [[συναντώ]] [[εμπόδιο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] σε [[σύγκρουση]] με κάποιον, [[προξενώ]] εμπόδια, σε Δημ.· [[προσκρούω]] τινί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> θίγομαι, οργίζομαι με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσκρούω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσκρούω]], [[έρχομαι]] σε [[σύγκρουση]] προς, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[προσκόπτω]], [[βρίσκω]], [[συναντώ]] [[εμπόδιο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] σε [[σύγκρουση]] με κάποιον, [[προξενώ]] εμπόδια, σε Δημ.· [[προσκρούω]] τινί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> θίγομαι, οργίζομαι με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-κρούω botsen tegen, met dat.:; ὅτε πυρὶ προσεκρούσειε τὸ σῶμα telkens wanneer het lichaam botste met vuur Plat. Tim. 43c; overdr. abs. tegenslag hebben:. μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν na een lichte tegenslag bij Chaironeia Plut. Sull. 11.5. in conflict raken (met); met dat..; ἐκ μικρῶν προσκρούοντες ἀλλήλοις om onbeduidende oorzaken met elkaar in conflict rakend Aristot. Pol. 1263a18; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. προσέκρουσεν ὁ Κικέρων αὐτῷ πρόσκρουσιν Cicero kreeg een conflict met hem Plut. Cic. 34.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκρούω:'''<br /><b class="num">1)</b> наталкиваться, попадать (πυρί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> досл. спотыкаться, перен. терпеть неудачу (μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν Plut.): προσκεκρουκὼς ἀπειρίᾳ Plut. потерпевший неудачу по (своей) неопытности;<br /><b class="num">3)</b> оскорблять, обижать, наносить обиду (τινί Dem., Plat.);<br /><b class="num">4)</b> ссориться, враждовать (ἀλλήλοις Arst.): οἱ προσκεκρουκότες Arst. перессорившиеся;<br /><b class="num">5)</b> сносить обиды, терпеть оскорбления: τελευτῶν δὴ θαμὰ προσκρούων Plat. когда ему надоело сносить постоянные обиды.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[strike]] [[against]], τινί Plat.:absol. to [[stumble]], [[fail]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[have]] a [[collision]] with [[another]], [[give]] [[offence]], Dem.; πρ. τινί Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[take]] [[offence]] at, be [[angry]] with, τινί Dem., etc.: —absol. to [[take]] [[offence]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[strike]] [[against]], τινί Plat.:absol. to [[stumble]], [[fail]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[have]] a [[collision]] with [[another]], [[give]] [[offence]], Dem.; πρ. τινί Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[take]] [[offence]] at, be [[angry]] with, τινί Dem., etc.: —absol. to [[take]] [[offence]], Plat.
}}
}}