Anonymous

σκηρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiripto
|Transliteration C=skiripto
|Beta Code=skhri/ptw
|Beta Code=skhri/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[prop]], [[fix]], [[plant firmly]], ἐνὶ γαίῃ χηλάς <span class="bibl">A.R.2.667</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Hom. only in Med., <b class="b3">δὸς δέ μοι [ῥόπαλον], . . σκηρίπτεσθ'</b> [[to support myself withal]], <span class="bibl">Od.17.196</span>; <b class="b3">σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε</b> [[pressing]], [[pushing against]] it, with hands and feet, <span class="bibl">11.595</span>; so <b class="b3">φρίκη ἐν ῥέθεϊ σ</b>. <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>721</span>; ἐπί τινος <span class="bibl">Ph.2.274</span>; <b class="b3">βακτηρίᾳ</b> ib.<span class="bibl">317</span>: abs., <b class="b3">πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται</b> [[sustained]], ib.<span class="bibl">512</span>. (Found only in pres.; formed by assimilation of <b class="b3">σκήπτω</b> (Ep. only in pres.) to <b class="b3">ἐστήρικτο, στηρίξασθαι</b>, etc. (Ep. only in tenses other than pres.).)</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[prop]], [[fix]], [[plant firmly]], ἐνὶ γαίῃ χηλάς A.R.2.667.<br><span class="bld">II</span> Hom. only in Med., <b class="b3">δὸς δέ μοι [ῥόπαλον],.. σκηρίπτεσθ'</b> [[to support myself withal]], Od.17.196; <b class="b3">σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε</b> [[pressing]], [[pushing against]] it, with hands and feet, 11.595; so <b class="b3">φρίκη ἐν ῥέθεϊ σ.</b> Nic. ''Th.''721; ἐπί τινος Ph.2.274; [[βακτηρίᾳ]] ib.317: abs., <b class="b3">πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται</b> [[sustained]], ib.512. (Found only in pres.; formed by assimilation of [[σκήπτω]] (Ep. only in pres.) to [[ἐστήρικτο]], [[στηρίξασθαι]], etc. (Ep. only in tenses other than pres.).)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηρίπτω''': ὡς τὸ [[σκήπτω]], [[στηρίζω]], ἐμπήγω, [[φυτεύω]] στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι [[[ῥόπαλον]]], ... σκηρίπτεσθ’ νὰ στηριχθῶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ρ. 196· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, στηριζόμενος, ὠθῶν μὲ χεῖρας καὶ πόδας, Λ. 595· οὕτω, [[φρίκη]] ἐν ῥέθει σκ. Νικ. Θηρ. 721· ἐπί τινος Φίλων 2. 274· βακτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 317· ἀπολ., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται, ὑποστηριζόμενον, ὑποδαυλιζόμενον, [[αὐτόθι]] 512, πρβλ. 1. 352, Ἡσύχ.
|lstext='''σκηρίπτω''': ὡς τὸ [[σκήπτω]], [[στηρίζω]], ἐμπήγω, [[φυτεύω]] στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι ([[ῥόπαλον]]), ... σκηρίπτεσθ’ νὰ στηριχθῶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ρ. 196· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, στηριζόμενος, ὠθῶν μὲ χεῖρας καὶ πόδας, Λ. 595· οὕτω, [[φρίκη]] ἐν ῥέθει σκ. Νικ. Θηρ. 721· ἐπί τινος Φίλων 2. 274· βακτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 317· ἀπολ., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται, ὑποστηριζόμενον, ὑποδαυλιζόμενον, [[αὐτόθι]] 512, πρβλ. 1. 352, Ἡσύχ.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στυλώνω]]<br /><b>2.</b> [[μπήγω]], [[φυτεύω]] [[στέρεα]] («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i><br />υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σκηρίπτομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στηρίπτομαι</i> ή <i>στηρίξασθαι</i> με ευφωνική [[ανομοίωση]]) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. <i>σκήπτομαι</i> και τον αόρ. <i>στηρίξασθαι</i> του [[στηρίζω]]].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στυλώνω]]<br /><b>2.</b> [[μπήγω]], [[φυτεύω]] [[στέρεα]] («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i><br />υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σκηρίπτομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στηρίπτομαι</i> ή <i>στηρίξασθαι</i> με ευφωνική [[ανομοίωση]]) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. <i>σκήπτομαι</i> και τον αόρ. <i>στηρίξασθαι</i> του [[στηρίζω]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκηρίπτω [σκήπτω, στηρίζω] med. zich tegen iets aan zetten, steunen op:. σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε zich schrap zettend (tegen het rotsblok) met handen en voeten Od. 11.595.
|elnltext=σκηρίπτω &#91;[[σκήπτω]], [[στηρίζω]]] med. zich tegen iets aan zetten, steunen op:. σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε zich schrap zettend (tegen het rotsblok) met handen en voeten Od. 11.595.
}}
}}