Anonymous

συγχωρητέος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchoriteos
|Transliteration C=sygchoriteos
|Beta Code=sugxwrhte/os
|Beta Code=sugxwrhte/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be conceded]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> neut. συγχωρητέον, [[one must concede]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>234e</span>, etc.: so in pl. <b class="b3">συγχωρητέα</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1426</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 895a</span>, etc.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[to be conceded]], Luc.''Herm.''74.<br><span class="bld">2</span> neut. [[συγχωρητέον]], [[one must concede]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''234e, etc.: so in plural [[συγχωρητέα]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1426, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 895a, etc.
}}
{{ls
|lstext='''συγχωρητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, [[εἴπερ]] δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγχωρέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγχωρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγχωρητέος -α -ον, adj. verb. van συγχωρέω wat toegegeven moet worden; n. onpers. συγχωρητέον en plur. συγχωρητέα er moet toegegeven worden.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγχωρητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του <i>συγχωρῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να επιτρέψει [[κάποιος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. <i>συγχωρητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>συγχωρητέα</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''συγχωρητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του <i>συγχωρῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να επιτρέψει [[κάποιος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. <i>συγχωρητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>συγχωρητέα</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συγχωρητέος -α -ον, adj. verb. van συγχωρέω wat toegegeven moet worden; n. onpers. συγχωρητέον en plur. συγχωρητέα er moet toegegeven worden.
|lstext='''συγχωρητέος''': , -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, [[εἴπερ]] δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγχωρητέος]], η, ον, verb. adj. of [[συγχωρέω]]<br /><b class="num">1.</b> to be conceded, Luc.<br /><b class="num">2.</b> neut., συγχωρητέον one must [[concede]], Plat.: so in pl. συγχωρητέα, Soph.
|mdlsjtxt=[[συγχωρητέος]], η, ον, verb. adj. of [[συγχωρέω]]<br /><b class="num">1.</b> [[to be conceded]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> neut., συγχωρητέον one must [[concede]], Plat.: so in plural συγχωρητέα, Soph.
}}
}}