Anonymous

θεσμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thesmoforos
|Transliteration C=thesmoforos
|Beta Code=qesmofo/ros
|Beta Code=qesmofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[law-giving]], epith. of Demeter, <span class="bibl">Hdt.6.91</span>, <span class="bibl">134</span>, <span class="title">IPE</span>2.13 (Panticapaeum, iv B.C.), Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span> 2079.10, <span class="bibl">D.S.1.14</span>, etc.; <b class="b3">σεμνὴ Θ</b>. <span class="title">AP</span>5.149 (Asclep.), cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>17</span>; <b class="b3">τὼ Θεσμοφόρω</b> Demeter and Persephone, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>83</span>, al.; αἱ Θεσμοφόροι <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.70</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>56</span>, etc.; <b class="b3">πότνια Θ</b>., of Persephone, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>37</span>; also, as a title of Dionysus, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>42.1</span>.</span>
|Definition=θεσμοφόρον, [[law-giving]], [[epithet]] of [[Demeter]], [[Herodotus|Hdt.]]6.91, 134, ''IPE''2.13 (Panticapaeum, iv B.C.), Call.''Aet.Oxy.'' 2079.10, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.14, etc.; <b class="b3">σεμνὴ Θ.</b> ''AP''5.149 (Asclep.), cf. Luc.''Tim.''17; <b class="b3">τὼ Θεσμοφόρω</b> [[Demeter]] and [[Persephone]], Ar.''Th.''83, al.; αἱ Θεσμοφόροι App.''BC''2.70, Plu.''Dio''56, etc.; <b class="b3">πότνια Θ.</b>, of Persephone, Pi.''Fr.''37; also, as a title of [[Dionysus]], Orph.''H.''42.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1203.png Seite 1203]] gesetzgebend, Nonn.; so hieß bes. Demeter, die durch Einführung des Ackerbaues die bürgerliche Gesellschaft gestiftet u. den Grund zu rechtmäßiger Eheverbindung, zu Gesetz u. Recht gelegt, Her. 6, 134 u. öfter bei Folgdn; τὼ Θεσμοφόρω sind Demeter u. Persephone, die in den Thesmophorien gemeinschaftlich verehrt wurden, Ar. Th. 282 u. öfter, Eccl. 443; sie heißen auch Θεσμοφόροι σεμναὶ πότνιαι, Ep. ad. 291 b (App. 376). – Auch andere Götter werden so benannt, wie Isis, D. Sic. 1, 14, Dionysus, Orph. H. 42, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1203.png Seite 1203]] gesetzgebend, Nonn.; so hieß bes. Demeter, die durch Einführung des Ackerbaues die bürgerliche Gesellschaft gestiftet u. den Grund zu rechtmäßiger Eheverbindung, zu Gesetz u. Recht gelegt, Her. 6, 134 u. öfter bei Folgdn; τὼ Θεσμοφόρω sind Demeter u. Persephone, die in den Thesmophorien gemeinschaftlich verehrt wurden, Ar. Th. 282 u. öfter, Eccl. 443; sie heißen auch Θεσμοφόροι σεμναὶ πότνιαι, Ep. ad. 291 b (App. 376). – Auch andere Götter werden so benannt, wie Isis, D. Sic. 1, 14, Dionysus, Orph. H. 42, 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />législateur ; ἡ [[θεσμοφόρος]] la législatrice (Déméter) ; αἱ θεσμοφόροι <i>ou</i> τὼ θεσμοφόρω AR les deux législatrices (Déméter et Perséphone).<br />'''Étymologie:''' [[θεσμός]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεσμοφόρος:''' ὁ, ἡ законодатель(ница) ([[Ἶσις]] Diod.): [[Δημήτηρ]] θ. Her., Luc., Plut., Anth. Деметра-Законодательница (как основательница земледелия, семейной и гражданской жизни): τὼ θεσμοφόρω Arph. и αἱ θεσμοφόροι Plut. обе законодательницы (о Деметре и Персефоне).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεσμοφόρος''': -ον, ὁ τιθεὶς ἢ διδοὺς νόμον, [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]] τῆς Δήμητρος, δοθὲν αὐτῇ [[ἐπειδὴ]] εἰσήγαγε τὴν καλλιεργίαν τῆς γῆς καὶ ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὸν σχηματισμὸν πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὸν νόμιμον γάμον, κτλ., Ἡρόδ. 6. 91, 134· [[συχν]]. ἐν Ἐπιγραφ., Δήμητρι Θεσμοφόρῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2106, κ. ἀλλ.· σεμνὴ θ. Ἀνθ. Π. 5. 150, Λουκ. τώ θεσμοφόρω, ἡ [[Δημήτηρ]] καὶ ἡ [[Περσεφόνη]], αἵτινες ἐλατρεύοντο [[ὁμοῦ]] κατὰ τὰ Θεσμοφόρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 83, 282, 303, Ἐκκλ. 443, κ. ἀλλ., πρβλ. Πίνδ. Ἀποσπ. 12· [[ὡσαύτως]], αἱ θεσμοφόροι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70, Πλούτ. ἐν Δίωνι 56, κτλ.· [[προσέτι]] ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἴσιδος, Διόδ. 1. 14· τοῦ Διονύσου, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 1.
|lstext='''θεσμοφόρος''': -ον, ὁ τιθεὶς ἢ διδοὺς νόμον, [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]] τῆς Δήμητρος, δοθὲν αὐτῇ [[ἐπειδὴ]] εἰσήγαγε τὴν καλλιεργίαν τῆς γῆς καὶ ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὸν σχηματισμὸν πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὸν νόμιμον γάμον, κτλ., Ἡρόδ. 6. 91, 134· συχν. ἐν Ἐπιγραφ., Δήμητρι Θεσμοφόρῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2106, κ. ἀλλ.· σεμνὴ θ. Ἀνθ. Π. 5. 150, Λουκ. τώ θεσμοφόρω, ἡ [[Δημήτηρ]] καὶ ἡ [[Περσεφόνη]], αἵτινες ἐλατρεύοντο [[ὁμοῦ]] κατὰ τὰ Θεσμοφόρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 83, 282, 303, Ἐκκλ. 443, κ. ἀλλ., πρβλ. Πίνδ. Ἀποσπ. 12· [[ὡσαύτως]], αἱ θεσμοφόροι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70, Πλούτ. ἐν Δίωνι 56, κτλ.· [[προσέτι]] ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἴσιδος, Διόδ. 1. 14· τοῦ Διονύσου, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />législateur ; ἡ [[θεσμοφόρος]] la législatrice (Déméter) ; [[αἱ]] θεσμοφόροι <i>ou</i> τὼ θεσμοφόρω AR les deux législatrices (Déméter et Perséphone).<br />'''Étymologie:''' [[θεσμός]], [[φέρω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεσμοφόρος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> lawbringing [[πότνια]] θεσμοφόρε [[Persephone]] fr. 37.
|sltr=[[θεσμοφόρος]] lawbringing [[πότνια]] θεσμοφόρε [[Persephone]] fr. 37.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[θεσμοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο [[νομοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την [[καλλιέργεια]] της γης, τον καταρτισμό της κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Θεσμοφόρος</i><br />επίθ. του Διονύσου<br /><b>3.</b> (στον δυϊκό αριθ.) «τὼ θεσμοφόρω» — η [[Δήμητρα]] και η [[Περσεφόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], [[ανθο]]-[[φόρος]], <i>δασμο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[θεσμοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο [[νομοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την [[καλλιέργεια]] της γης, τον καταρτισμό της κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Θεσμοφόρος</i><br />επίθ. του Διονύσου<br /><b>3.</b> (στον δυϊκό αριθ.) «τὼ θεσμοφόρω» — η [[Δήμητρα]] και η [[Περσεφόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], [[ανθο]]-[[φόρος]], <i>δασμο</i>-[[φόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεσμοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που νομοθετεί, αρχαίο όνομα της Δήμητρας ([[Ceres]]), σε Ηρόδ.· <i>τὼ θεσμοφόρω</i>, [[Δήμητρα]] και [[Περσεφόνη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θεσμοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που νομοθετεί, αρχαίο όνομα της Δήμητρας ([[Ceres]]), σε Ηρόδ.· <i>τὼ θεσμοφόρω</i>, [[Δήμητρα]] και [[Περσεφόνη]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεσμοφόρος:''' ὁ, ἡ законодатель(ница) ([[Ἶσις]] Diod.): [[Δημήτηρ]] θ. Her., Luc., Plut., Anth. Деметра-Законодательница (как основательница земледелия, семейной и гражданской жизни): τὼ θεσμοφόρω Arph. и αἱ θεσμοφόροι Plut. обе законодательницы (о Деметре и Персефоне).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεσμο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />law-giving, an [[ancient]] [[name]] of [[Demeter]] ([[Ceres]]), Hdt.; τὼ θεσμοφόρω [[Ceres]] and [[Proserpine]], Ar.
|mdlsjtxt=θεσμο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />law-giving, an [[ancient]] [[name]] of [[Demeter]] ([[Ceres]]), Hdt.; τὼ θεσμοφόρω [[Ceres]] and [[Proserpine]], Ar.
}}
}}