3,277,121
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ripsokindynos | |Transliteration C=ripsokindynos | ||
|Beta Code=r(iyoki/ndunos | |Beta Code=r(iyoki/ndunos | ||
|Definition= | |Definition=ῥιψοκίνδυνον, [[fool-hardy]], [[reckless]], ἔργον [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.9; [[ναυτιλία]] Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; [[τὸ ῥιψοκίνδυνον]] = [[thoughtless daring]], [[recklessness]], [[foolhardiness]] Ph.1.326, App.''BC''5.84. Adv. [[ῥιψοκινδύνως]] = [[foolhardily]], [[fool-hardily]], [[recklessly]], [[running needless risks]], [[riskily]], [[taking risks]], [[courageously]], [[without fear]], [[fearlessly]], [[with fearlessness]] ib.1.103, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2131.16 (iii A.D., <b class="b3">ῥειψ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui se jette au milieu du danger]], [[aventureux]], [[téméraire]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' [[отчаянно смелый]] ([[ἔργον]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιψοκίνδῡνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀνάγκης διακινδυνῶν, [[παράτολμος]], [[ἀπερίσκεπτος]], ἐπικίνδυνος, [[ἔργον]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[ναυτιλία]] Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν [[ῥιψοκίνδυνος]] ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, | |lstext='''ῥιψοκίνδῡνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀνάγκης διακινδυνῶν, [[παράτολμος]], [[ἀπερίσκεπτος]], ἐπικίνδυνος, [[ἔργον]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[ναυτιλία]] Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν [[ῥιψοκίνδυνος]] ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄, 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥιψοκίνδυνος]]· [[παράβολος]], [[τολμηρός]], ἐπικίνδυνος». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλοκίνδυνος]], [[φιλοκίνδυνος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ῥιψο-κίνδῡνος, ον,<br />[[running]] [[needless]] risks, [[fool]]-[[hardy]], [[reckless]], Xen. | |mdlsjtxt=ῥιψο-κίνδῡνος, ον,<br />[[running]] [[needless]] risks, [[fool]]-[[hardy]], [[reckless]], Xen. | ||
}} | }} |