Anonymous

παρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[παρέχω]], [[παρίσχω]] (παρέχει, -οντι, παρίσχει; παρέχοι; -έχων, -έχοισα; -έχειν: aor. παράσχοι; -[[σχεῖν]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[grant]] θεὸς [[τῶνδε]] κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) εἰ γὰρ ὁ [[πᾶς]] [[χρόνος]] ὄλβον μὲν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι (P. 1.46) τὰ δ' [[οὐκ]] ἐπ [[ἀνδράσι]] κεῖται. [[δαίμων]] δὲ παρίσχει (P. 8.76) κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (P. 9.23) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων [[ἕνεκεν]] (N. 6.33) γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων [[ἅλις]] (Pae. 4.24) ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει [[μέλος]] (Pae. 18.3) [[add]]. pr. adj., [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.21) ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39) ἰατῆρά [[τοι]] [[κέν]] μιν πίθον καί [[νυν]] ἐσλοῖσι [[παρασχεῖν]] ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.66) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (P. 11.41) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[allow]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> c. dat. &amp; inf. βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ [[ἔπος]] σε [[ποτὶ]] πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι (P. 2.67) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> impers., c. dat. &amp; inf., it is allowed τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (Tricl.: παρέχειν cod.) (I. 8.69)
|sltr=[[παρέχω]], [[παρίσχω]] (παρέχει, -οντι, παρίσχει; παρέχοι; -έχων, -έχοισα; -έχειν: aor. παράσχοι; -[[σχεῖν]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[grant]] θεὸς [[τῶνδε]] κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) εἰ γὰρ ὁ [[πᾶς]] [[χρόνος]] ὄλβον μὲν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι (P. 1.46) τὰ δ' [[οὐκ]] ἐπ [[ἀνδράσι]] κεῖται. [[δαίμων]] δὲ παρίσχει (P. 8.76) κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (P. 9.23) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων [[ἕνεκεν]] (N. 6.33) γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων [[ἅλις]] (Pae. 4.24) ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει [[μέλος]] (Pae. 18.3) [[add]]. pr. adj., [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.21) ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39) ἰατῆρά [[τοι]] [[κέν]] μιν πίθον καί [[νυν]] ἐσλοῖσι [[παρασχεῖν]] ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.66) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (P. 11.41) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[allow]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> c. dat. &amp; inf. βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ [[ἔπος]] σε [[ποτὶ]] πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι (P. 2.67) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> impers., c. dat. &amp; inf., it is allowed τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (Tricl.: παρέχειν cod.) (I. 8.69)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρέχω:''' μέλ. [[παρέξω]] ή [[παρασχήσω]], παρακ. <i>παρέσχηκα</i>, αόρ. βʹ [[παρέσχον]], Επικ. απαρ. [[παρασχέμεν]], προστ. <i>παράσχες</i>· ποιητ. επίσης <i>παρέσχεθον</i>, απαρ. [[παρασχεθεῖν]].<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω [[κάτι]] έτοιμο, [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[τροφοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι [[παρέξω]], θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]], [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>φιλότητα</i>, <i>εὐφροσύνην</i>, σε Όμηρ.· <i>ὄχλον</i>, σε Ηρόδ.· [[χάριν]] εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] ή [[προσφέρω]] για κάποιο λόγο, με απαρ., (<i>ὀΐες</i>) παρέχουσι [[γάλα]] [[θῆσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[παρέχω]] τὸ [[σῶμα]] τύπτειν, σε Αριστοφ.· [[παρέχω]] ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, <i>ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν</i>, σε Ξεν.· πάρεχε [[ἐκποδών]], πήγαινε από δω! ([[φύγε]]!), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., [[προβάλλω]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου ως..., [[παρέχω]] ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· <i>εὐπειθῆ</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] γῆν [[ἄσυλον]], [[προσφέρω]] τη [[χώρα]] ως [[άσυλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]], <i>σιγὴν παρασχών</i>, σε Σοφ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η [[λέξη]] ὁ [[καιρός]]), <i>παρέχει τινί</i>, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., <i>παρέχον</i>, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου, εφόσον [[κάποιος]] μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αττ., [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] [[κατόπιν]] διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>παρέχομαι</i>, μέλ. <i>-έξομαι</i> και [[σχήσομαι]], Παθ. (με Μέσ. [[σημασία]]) παρακ. <i>-έσχημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] από τον εαυτό μου, [[δίνω]] [[κάτι]] από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[παράγω]], <i>κροκοδείλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]] από τη [[μεριά]] μου, <i>προθυμίαν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στο Αττ. [[δίκαιο]], <i>παρέχεσθαί τινα μάρτυρα</i>, [[παρουσιάζω]] ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρουσιάζω]] ως δικό μου, <i>ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα</i>, [[αναγνωρίζω]] κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· [[παρέχω]] πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, [[εκπροσωπώ]] την πόλη, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[προσφέρω]], [[υπόσχομαι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[καθιστώ]] κάποιον έτσι ή [[αλλιώς]] απέναντί μου, <i>παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">VI.</b> στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, [[υπολογίζομαι]], συναριθμούμαι, <i>παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παρέχω:''' μέλ. [[παρέξω]] ή [[παρασχήσω]], παρακ. <i>παρέσχηκα</i>, αόρ. βʹ [[παρέσχον]], Επικ. απαρ. [[παρασχέμεν]], προστ. <i>παράσχες</i>· ποιητ. επίσης <i>παρέσχεθον</i>, απαρ. [[παρασχεθεῖν]].<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω [[κάτι]] έτοιμο, [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[τροφοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι [[παρέξω]], θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]], [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>φιλότητα</i>, <i>εὐφροσύνην</i>, σε Όμηρ.· <i>ὄχλον</i>, σε Ηρόδ.· [[χάριν]] εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] ή [[προσφέρω]] για κάποιο λόγο, με απαρ., (<i>ὀΐες</i>) παρέχουσι [[γάλα]] [[θῆσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[παρέχω]] τὸ [[σῶμα]] τύπτειν, σε Αριστοφ.· [[παρέχω]] ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, <i>ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν</i>, σε Ξεν.· πάρεχε [[ἐκποδών]], πήγαινε από δω! ([[φύγε]]!), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., [[προβάλλω]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου ως..., [[παρέχω]] ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· <i>εὐπειθῆ</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] γῆν [[ἄσυλον]], [[προσφέρω]] τη [[χώρα]] ως [[άσυλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]], <i>σιγὴν παρασχών</i>, σε Σοφ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η [[λέξη]] ὁ [[καιρός]]), <i>παρέχει τινί</i>, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., <i>παρέχον</i>, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου, εφόσον [[κάποιος]] μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αττ., [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] [[κατόπιν]] διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>παρέχομαι</i>, μέλ. <i>-έξομαι</i> και [[σχήσομαι]], Παθ. (με Μέσ. [[σημασία]]) παρακ. <i>-έσχημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] από τον εαυτό μου, [[δίνω]] [[κάτι]] από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[παράγω]], <i>κροκοδείλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]] από τη [[μεριά]] μου, <i>προθυμίαν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στο Αττ. [[δίκαιο]], <i>παρέχεσθαί τινα μάρτυρα</i>, [[παρουσιάζω]] ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρουσιάζω]] ως δικό μου, <i>ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα</i>, [[αναγνωρίζω]] κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· [[παρέχω]] πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, [[εκπροσωπώ]] την πόλη, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[προσφέρω]], [[υπόσχομαι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[καθιστώ]] κάποιον έτσι ή [[αλλιώς]] απέναντί μου, <i>παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">VI.</b> στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, [[υπολογίζομαι]], συναριθμούμαι, <i>παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-έχω aor. poët. παρέσχεθον, Aeol. παρέσκεθ’, ep. inf. παρασχέμεν, verschaffen, bezorgen verschaffen, bezorgen, opleveren met acc. en dat..; φάος πάντεσσι παρέξω ik zal allen bijlichten Od. 18.317; ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην π. elkaar gelach en vrolijkheid bezorgen Od. 20.8; ἐμοὶ δίκην π. mij genoegdoening geven Eur. Hipp. 50; ἐμοί... π. εὔνοιαν welwillend zijn jegens mij Soph. Tr. 708; ook med.: ἐμοὶ εὔνοιαν παρέχεσθαι welwillendheid tonen jegens mij Dem. 18.10. met alleen acc.:; θάλασσα παρέχῃ ἰχθῦς de zee levert vissen Od. 19.113; φιλότητα π. gastvrijheid verlenen Il. 3.354; πρήγματα π. lastig zijn Hdt. 1.155.1; ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσθησιν παρέχοι opdat de wapens niet tegen elkaar zouden slaan en zo de aandacht trekken Thuc. 3.22.2; ook med.:; ὁ δὲ Πόντος ὁ Εὔξεινος... χωρέων πασέων παρέχεται... ἔθνεα ἀμαθέστατα de Zwarte Zee produceert de minst ontwikkelde mensen van de hele wereld Hdt. 4.46.1; ἅρματα τριακόσια τοὺς... μαχομένους παρέχεται τριακοσίους 300 wagens leveren 300 strijders op Xen. Cyr. 6.1.28; ἀρχαιότατον... ἔθνος παρεχόμενοι het oudste volk vertegenwoordigend Hdt. 7.161.3; πόλιν μεγίστην παρεχόμενος de belangrijkste stad vertegenwoordigend Thuc. 4.64.1; med., indir. refl.: ὁπόσοι ὅπλα παρέχονται allen die hun eigen wapenrusting leveren Thuc. 8.97. zonder acc., elliptisch:; ἀσπερχὲς πάρεχον ze reikten ze (de schoven) voortdurend aan Il. 18.556; met dat. en adv.:; ἐγὼ δ ’ εὖ πᾶσι παρέξω ik zal allen goed voorzien (nl. van voedsel) Od. 8.39; met prep., jur.: παρέξειν εἰς τὴν βουλήν (Agoratus) te zullen overdragen aan de raad Lys. 13.23. zonder acc., vaste uitdr., imperat. praes.. πάρεχε opzij! Eur. Tr. 308; πάρεχ ἐκποδών uit de weg! Aristoph. Ve. 949. verschaffen, ter beschikking stellen (voor, als, om te) met acc. (en dat. en/of inf. ); ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν mijzelf aan je aanbieden om op te oefenen Plat. Phaedr. 228e; π. τὸ σῶμα τύπτειν zich laten slaan Aristoph. Nub. 441; π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι zichzelf ter beschikking stellen aan de commandanten Xen. Cyr. 1.2.9; abs. gelegenheid bieden:; πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι hij liet zich trappen door wie dat wilde Soph. Ai. 1146; παρέσχες ἀντιφωνῆσαι jij bood gelegenheid te antwoorden Soph. Tr. 1114; ἕτοιμός εἰμί σοι παρέχειν ( sc. ἐρωτᾶν ) ik ben bereid jou de gelegenheid te bieden (om vragen te stellen) Plat. Prot. 348a; τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι... ἀποτέμνειν zij laten zich door de doktoren opereren Xen. Mem. 1.2.54; seks.: παρέχειν χρὴ κακὰ κακῶς dan moet je hem maar met merkbare tegenzin z’n gang laten gaan Aristoph. Lys. 162. met acc. en pred. bep.:; τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα παρασχεῖν hem een veilige doortocht verschaffen Hdt. 3.4.3; σοφωτέρους Αἰγυπτίους π. de Egyptenaren wijzer maken Plat. Phaedr. 274e; κοινὴν τὴν πόλιν π. hun stad aan iedereen ter beschikking stellen (als toevluchtsoord) Isocr. 4.52; τοιοῦτον πολίτην ἑαυτὸν παρέσχεν een dergelijk burger toonde hij zich Lys. 14.1; σπάνιον σεαυτὸν π. je weinig laten zien Plat. Euthyph. 3d; ook med.:; ἓν δὲ ἔργον πολλὸν μέγιστον παρέχεται het heeft één werk te bieden dat het allergrootste is Hdt. 1.93.2. θεὸν παρέχεσθαι εὐμενῆ de godheid welwillend stemmen Eur. Andr. 55; παρέχεσθαι ζῶσαν τὴν πόλιν de stad levend houden Plat. Lg. 809d; jur.. μάρτυρας... ὑμῶν τοὺς πολλοὺς παρέχομαι als getuigen laat ik de meerderheid van u optreden Plat. Ap. 19d; τεκμήριον δὲ παρέχοιτο θοἰμάτιον als bewijs produceerde hij de mantel Plat. Phaed. 87b. onpers. παρέχει met dat. en inf. het is mogelijk, het is toegestaan, er is gelegenheid:; ὑμῖν δ ’ οὐ... παρασχήσειν... ἀμύνασθαι dat jullie niet de gelegenheid zullen hebben je te verdedigen Thuc. 6.86.5; ptc. acc. abs.. παρέχον ἄρχειν nu het mogelijk is te heersen Hdt. 5.49.8; εὖ παρασχόν als zich een goede gelegenheid voordoet Thuc. 1.120.3.
|elnltext=παρ-έχω aor. poët. παρέσχεθον, Aeol. παρέσκεθ’, ep. inf. παρασχέμεν, verschaffen, bezorgen verschaffen, bezorgen, opleveren met acc. en dat..; φάος πάντεσσι παρέξω ik zal allen bijlichten Od. 18.317; ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην π. elkaar gelach en vrolijkheid bezorgen Od. 20.8; ἐμοὶ δίκην π. mij genoegdoening geven Eur. Hipp. 50; ἐμοί... π. εὔνοιαν welwillend zijn jegens mij Soph. Tr. 708; ook med.: ἐμοὶ εὔνοιαν παρέχεσθαι welwillendheid tonen jegens mij Dem. 18.10. met alleen acc.:; θάλασσα παρέχῃ ἰχθῦς de zee levert vissen Od. 19.113; φιλότητα π. gastvrijheid verlenen Il. 3.354; πρήγματα π. lastig zijn Hdt. 1.155.1; ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσθησιν παρέχοι opdat de wapens niet tegen elkaar zouden slaan en zo de aandacht trekken Thuc. 3.22.2; ook med.:; ὁ δὲ Πόντος ὁ Εὔξεινος... χωρέων πασέων παρέχεται... ἔθνεα ἀμαθέστατα de Zwarte Zee produceert de minst ontwikkelde mensen van de hele wereld Hdt. 4.46.1; ἅρματα τριακόσια τοὺς... μαχομένους παρέχεται τριακοσίους 300 wagens leveren 300 strijders op Xen. Cyr. 6.1.28; ἀρχαιότατον... ἔθνος παρεχόμενοι het oudste volk vertegenwoordigend Hdt. 7.161.3; πόλιν μεγίστην παρεχόμενος de belangrijkste stad vertegenwoordigend Thuc. 4.64.1; med., indir. refl.: ὁπόσοι ὅπλα παρέχονται allen die hun eigen wapenrusting leveren Thuc. 8.97. zonder acc., elliptisch:; ἀσπερχὲς πάρεχον ze reikten ze (de schoven) voortdurend aan Il. 18.556; met dat. en adv.:; ἐγὼ δ ’ εὖ πᾶσι παρέξω ik zal allen goed voorzien (nl. van voedsel) Od. 8.39; met prep., jur.: παρέξειν εἰς τὴν βουλήν (Agoratus) te zullen overdragen aan de raad Lys. 13.23. zonder acc., vaste uitdr., imperat. praes.. πάρεχε opzij! Eur. Tr. 308; πάρεχ ἐκποδών uit de weg! Aristoph. Ve. 949. verschaffen, ter beschikking stellen (voor, als, om te) met acc. (en dat. en/of inf. ); ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν mijzelf aan je aanbieden om op te oefenen Plat. Phaedr. 228e; π. τὸ σῶμα τύπτειν zich laten slaan Aristoph. Nub. 441; π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι zichzelf ter beschikking stellen aan de commandanten Xen. Cyr. 1.2.9; abs. gelegenheid bieden:; πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι hij liet zich trappen door wie dat wilde Soph. Ai. 1146; παρέσχες ἀντιφωνῆσαι jij bood gelegenheid te antwoorden Soph. Tr. 1114; ἕτοιμός εἰμί σοι παρέχειν ( sc. ἐρωτᾶν ) ik ben bereid jou de gelegenheid te bieden (om vragen te stellen) Plat. Prot. 348a; τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι... ἀποτέμνειν zij laten zich door de doktoren opereren Xen. Mem. 1.2.54; seks.: παρέχειν χρὴ κακὰ κακῶς dan moet je hem maar met merkbare tegenzin z’n gang laten gaan Aristoph. Lys. 162. met acc. en pred. bep.:; τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα παρασχεῖν hem een veilige doortocht verschaffen Hdt. 3.4.3; σοφωτέρους Αἰγυπτίους π. de Egyptenaren wijzer maken Plat. Phaedr. 274e; κοινὴν τὴν πόλιν π. hun stad aan iedereen ter beschikking stellen (als toevluchtsoord) Isocr. 4.52; τοιοῦτον πολίτην ἑαυτὸν παρέσχεν een dergelijk burger toonde hij zich Lys. 14.1; σπάνιον σεαυτὸν π. je weinig laten zien Plat. Euthyph. 3d; ook med.:; ἓν δὲ ἔργον πολλὸν μέγιστον παρέχεται het heeft één werk te bieden dat het allergrootste is Hdt. 1.93.2. θεὸν παρέχεσθαι εὐμενῆ de godheid welwillend stemmen Eur. Andr. 55; παρέχεσθαι ζῶσαν τὴν πόλιν de stad levend houden Plat. Lg. 809d; jur.. μάρτυρας... ὑμῶν τοὺς πολλοὺς παρέχομαι als getuigen laat ik de meerderheid van u optreden Plat. Ap. 19d; τεκμήριον δὲ παρέχοιτο θοἰμάτιον als bewijs produceerde hij de mantel Plat. Phaed. 87b. onpers. παρέχει met dat. en inf. het is mogelijk, het is toegestaan, er is gelegenheid:; ὑμῖν δ ’ οὐ... παρασχήσειν... ἀμύνασθαι dat jullie niet de gelegenheid zullen hebben je te verdedigen Thuc. 6.86.5; ptc. acc. abs.. παρέχον ἄρχειν nu het mogelijk is te heersen Hdt. 5.49.8; εὖ παρασχόν als zich een goede gelegenheid voordoet Thuc. 1.120.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':paršcw 爬而-誒何<br />'''詞類次數''':動詞(16)<br />'''原文字根''':在旁-有 相當於: ([[לָאָה]]&#x200E;)  ([[עָמַד]]&#x200E;)  ([[רָשַׁע]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':提供,交給,給,作,看待,待,得,攪,煩,賜,提出,獻上,顯出,顯得,轉給,帶給,行,產生,發生,給⋯行,給⋯作,叫⋯得,以⋯待,由([[παρά]])*=旁,出於)與([[ἔχω]])*=持)組成。參讀 ([[ἄγω]])  ([[ἀναδίδωμι]])同義字比較: ([[ἔχω]])=持,持有<br />'''出現次數''':總共(16);太(1);可(1);路(4);徒(5);加(1);西(1);提前(2);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 要顯出(1) 多2:7;<br />2) 賜(1) 提前6:17;<br />3) 產生(1) 提前1:4;<br />4) 你給⋯行(1) 路7:4;<br />5) 叫⋯得(1) 徒16:16;<br />6) 以⋯待(1) 西4:1;<br />7) 給⋯作(1) 徒17:31;<br />8) 給(1) 加6:17;<br />9) 看待(1) 徒28:2;<br />10) 轉給(1) 路6:29;<br />11) 你們給(1) 可14:6;<br />12) 攪(1) 路11:7;<br />13) 煩(1) 路18:5;<br />14) 顯得(1) 徒22:2;<br />15) 帶給(1) 徒19:24;<br />16) 為(1) 太26:10
|sngr='''原文音譯''':paršcw 爬而-誒何<br />'''詞類次數''':動詞(16)<br />'''原文字根''':在旁-有 相當於: ([[לָאָה]]&#x200E;)  ([[עָמַד]]&#x200E;)  ([[רָשַׁע]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':提供,交給,給,作,看待,待,得,攪,煩,賜,提出,獻上,顯出,顯得,轉給,帶給,行,產生,發生,給⋯行,給⋯作,叫⋯得,以⋯待,由([[παρά]])*=旁,出於)與([[ἔχω]])*=持)組成。參讀 ([[ἄγω]])  ([[ἀναδίδωμι]])同義字比較: ([[ἔχω]])=持,持有<br />'''出現次數''':總共(16);太(1);可(1);路(4);徒(5);加(1);西(1);提前(2);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 要顯出(1) 多2:7;<br />2) 賜(1) 提前6:17;<br />3) 產生(1) 提前1:4;<br />4) 你給⋯行(1) 路7:4;<br />5) 叫⋯得(1) 徒16:16;<br />6) 以⋯待(1) 西4:1;<br />7) 給⋯作(1) 徒17:31;<br />8) 給(1) 加6:17;<br />9) 看待(1) 徒28:2;<br />10) 轉給(1) 路6:29;<br />11) 你們給(1) 可14:6;<br />12) 攪(1) 路11:7;<br />13) 煩(1) 路18:5;<br />14) 顯得(1) 徒22:2;<br />15) 帶給(1) 徒19:24;<br />16) 為(1) 太26:10
}}
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
|woodvrf=[[afford]], [[cite]], [[command]], [[display]], [[exhibit]], [[express]], [[find]], [[furnish]], [[give]], [[introduce]], [[make]], [[minister]], [[permit]], [[provide]], [[raise]], [[render]], [[show]], [[supply]], [[acquit oneself]], [[allow to]], [[bring forward]], [[give ear]], [[give proof of]], [[hand oneself over to]], [[hand over]], [[lend ear]], [[make oneself]], [[permit a person]], [[prove oneself]], [[quit oneself]], [[resign oneself to]], [[secure as helper]], [[show oneself]], [[surrender to a person unconditionally]]
}}
}}