Anonymous

κοχλιάζων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1"
(21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kochliazon
|Transliteration C=kochliazon
|Beta Code=koxlia/zwn
|Beta Code=koxlia/zwn
|Definition=οντος, ὁ, in a machine, a kind of <b class="b3">κοχλίας</b>, <span class="bibl">Orib.49.20.6</span> (v.l. -άξων).
|Definition=οντος, ὁ, in a machine, a kind of [[κοχλίας]], <span class="bibl">Orib.49.20.6</span> (v.l. -άξων).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχλιάζων]], -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)<br />[[είδος]] κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως [[εξάρτημα]] μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοχλιάζων]] δίνει την [[εντύπωση]] μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>κοχλιάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]). Ο παρλλ. τ. <i>κοχλιάξων</i> σχηματίστηκε πιθ. με [[επίδραση]] του [[ἄξων]].
|mltxt=[[κοχλιάζων]], -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)<br />[[είδος]] κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως [[εξάρτημα]] μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοχλιάζων]] δίνει την [[εντύπωση]] μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>κοχλιάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]). Ο παρλλ. τ. <i>κοχλιάξων</i> σχηματίστηκε πιθ. με [[επίδραση]] του [[ἄξων]].
}}
}}