Anonymous

βαρύθυμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(nl)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύθῡμος''': -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, [[κατηφής]], Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. 3. 99.
|lstext='''βᾰρύθῡμος''': -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, [[κατηφής]], Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. 3. 99.
}}
}}
{{bailly
{{bailly