Anonymous

δειρή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, [[Πολυδ]]. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
}}
}}
{{bailly
{{bailly