3,277,002
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάννᾰβις''': ἡ · γεν. ιος Ἡρόδ. 4. 74, εως Γαλην., | |lstext='''κάννᾰβις''': ἡ · γεν. ιος Ἡρόδ. 4. 74, εως Γαλην., Πολυδ. Ζ΄, 72· αἰτ. κάνναβιν Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· [[ὡσαύτως]] καννάβιδα (οὐχὶ -βίδα) Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Παυσ. 6. 26, 6: - «καννάβι», Σοφ. Ἀποσπ. 231, Ἡρόδ., ἐν τῷ πληθ., σπόροι καννάβεως, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2 ([[ἔνθα]] φέρεται: κανναβίδες)· οἱ Σκῦθαι καίοντες [[σπέρμα]] καννάβεως ἐκαπνίζοντο πρὸς ἐξίδρωσιν, καὶ τοῦτο ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς ὡς [[λουτρόν]], [[διότι]] [[οὐδέποτε]] ἐλούοντο δι’ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 75· [[ἐντεῦθεν]], κανναβισθῆναι, «πρὸς τὴν κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι» Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ←anam, Λατ. cannabis· Λιθ. kannapes· Ἀγγλο-Σαξον. hoenep· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hanf, κτλ.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |