Anonymous

θυριδωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυριδωτός''': -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, [[Πολυδ]]. Ι΄, 137.
|lstext='''θυριδωτός''': -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, Πολυδ. Ι΄, 137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυριδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκαθ</i>-[[ωτός]], <i>θολ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυριδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκαθ</i>-[[ωτός]], <i>θολ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}