Anonymous

θήρειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θήρειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. [[κάδος]] = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, [[κυνήγιον]], Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. [[φύσις]] Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) [[Πολυδ]]. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
|lstext='''θήρειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. [[κάδος]] = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, [[κυνήγιον]], Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. [[φύσις]] Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θήρειος]], -εία, -ον και -ος, -ον (Α) [[θηρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θήρειος]] [[γραφή]]» — εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα<br />β) «θήρειον [[δάκος]]» — άγριο [[θηρίο]], <b>Ευρ.</b><br />γ) «[[θήρειος]] βία» — ο [[Κένταυρος]], <b>Σοφ.</b><br />δ) «θήρεια κρέα» — [[κυνήγι]], <b>Ξεν.</b><br />ε) «[[θήρειος]] [[αυλός]]» — [[αυλός]] κατασκευασμένος από [[πόδι]] νεαρού ελαφιού, <b>[[Πολυδ]].</b><br />στ) «θήρεια στόματα» — η [[είσοδος]] του ιπποδρομίου.
|mltxt=[[θήρειος]], -εία, -ον και -ος, -ον (Α) [[θηρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θήρειος]] [[γραφή]]» — εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα<br />β) «θήρειον [[δάκος]]» — άγριο [[θηρίο]], <b>Ευρ.</b><br />γ) «[[θήρειος]] βία» — ο [[Κένταυρος]], <b>Σοφ.</b><br />δ) «θήρεια κρέα» — [[κυνήγι]], <b>Ξεν.</b><br />ε) «[[θήρειος]] [[αυλός]]» — [[αυλός]] κατασκευασμένος από [[πόδι]] νεαρού ελαφιού, <b>Πολυδ.</b><br />στ) «θήρεια στόματα» — η [[είσοδος]] του ιπποδρομίου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm