3,253,652
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακοιμίζω''': [[κατακοιμάω]] ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», [[ὅπερ]] καταβαυκαλῶ λέγει ὁ | |lstext='''κατακοιμίζω''': [[κατακοιμάω]] ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», [[ὅπερ]] καταβαυκαλῶ λέγει ὁ Πολυδ. 9. 127 τὰ δυσπνοῦντα τῶν παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790D, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34∙ μεταφ., κ. τὸν [[λύχνον]], σβεννύω τὸν λ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρ.» 6∙ ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Πλούτ. 2. 346C. - Παθ., ἐπὶ ὀχληρῶν ζητημάτων, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθεῖεν Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24. - Ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. σημασίας ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ [[κατακοιμάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |