Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασχάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασχάζω''': μέλλ. -άσω, πρβλ. [[ἀποσχάζω]], [[σχίζω]] ἢ ανοίγω κόπτων, συκῆ κατασχασθεῖσα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 10· τὰ στελέχη ὁ αὐτ. 2. 76· οὕτω [[κατασχάω]], ἐπιχαράττω διὰ νυστερίου, ἢν οἰδήσῃ, θαρσέως κατασχᾶν Ἱππ. 545. 16, κτλ.· κατασχῶσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 219· ἐν τῇ ἰατρικῇ, κατ. [[φλέβα]] ἢ κατ. μόνον, ἀνοίγω [[φλέβα]] καὶ ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ τὸ αἶμα, φλεβοτομῶ, Μοσχ., Γαλην.· οἱ Ἀττικοὶ κατανύττειν·- Ἡσύχ. «κατασχάσαι· ἀμυχὰς ποιῆσαι»· ὁμοίως καὶ ὁ [[Πολυδ]]. «ἀμύσσειν δ’ οἱ κατασχάζειν λέγουσι» Δ΄, 182.
|lstext='''κατασχάζω''': μέλλ. -άσω, πρβλ. [[ἀποσχάζω]], [[σχίζω]] ἢ ανοίγω κόπτων, συκῆ κατασχασθεῖσα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 10· τὰ στελέχη ὁ αὐτ. 2. 76· οὕτω [[κατασχάω]], ἐπιχαράττω διὰ νυστερίου, ἢν οἰδήσῃ, θαρσέως κατασχᾶν Ἱππ. 545. 16, κτλ.· κατασχῶσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 219· ἐν τῇ ἰατρικῇ, κατ. [[φλέβα]] ἢ κατ. μόνον, ἀνοίγω [[φλέβα]] καὶ ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ τὸ αἶμα, φλεβοτομῶ, Μοσχ., Γαλην.· οἱ Ἀττικοὶ κατανύττειν·- Ἡσύχ. «κατασχάσαι· ἀμυχὰς ποιῆσαι»· ὁμοίως καὶ ὁ Πολυδ. «ἀμύσσειν δ’ οἱ κατασχάζειν λέγουσι» Δ΄, 182.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[κατασχάζω]])<br />[[σχίζω]] με [[μαχαίρι]], [[ανοίγω]] κόβοντας, [[κάνω]] [[εντομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχάζω]] «[[εντέμνω]]»].
|mltxt=(Α [[κατασχάζω]])<br />[[σχίζω]] με [[μαχαίρι]], [[ανοίγω]] κόβοντας, [[κάνω]] [[εντομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχάζω]] «[[εντέμνω]]»].
}}
}}