3,274,216
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυνδᾰλισμός''': ὁ, «ὁ δὲ κυνδαλισμὸς διὰ πατταλίων ἐστὶ [[παιδιά]]· κύνδαλα γὰρ τοὺς παττάλους ὠνόμαζον, ἦν δ’ [[ἔργον]] οὐ μόνον αὐτῷ τινι καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου, ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ» | |lstext='''κυνδᾰλισμός''': ὁ, «ὁ δὲ κυνδαλισμὸς διὰ πατταλίων ἐστὶ [[παιδιά]]· κύνδαλα γὰρ τοὺς παττάλους ὠνόμαζον, ἦν δ’ [[ἔργον]] οὐ μόνον αὐτῷ τινι καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου, ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ» Πολυδ. Θ΄, 120· κυνδάλη, ἡ, Ἡσύχ.· ― κυνδᾰλοπαίκτης, ὁ, ὁ παίζων, Πολυδ. ἄνθ’ ἀνωτ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει κυνδάλη. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κυνδαλισμός]])<br />[[είδος]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με έναν πάσσαλο να βγάλουν έναν άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύνδαλος]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κυνδαλίζω</i>]. | |mltxt=ο (Α [[κυνδαλισμός]])<br />[[είδος]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με έναν πάσσαλο να βγάλουν έναν άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύνδαλος]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κυνδαλίζω</i>]. | ||
}} | }} |