Anonymous

καρύκευμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "in de An." to "in de An.")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρύκευμα''': τό, [[ἥδυσμα]], ἄρτυμα, [[ἔδεσμα]] πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., [[Πολυδ]]. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.
|lstext='''κᾰρύκευμα''': τό, [[ἥδυσμα]], ἄρτυμα, [[ἔδεσμα]] πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., Πολυδ. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[καρύκευμα]]) [[καρυκεύω]]<br /><b>1.</b> η [[παρασκευή]] καρυκευμένων φαγητών, η [[καρύκευση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] το [[μαγείρεμα]] για να γίνει νόστιμο το [[φαγητό]], [[άρτυμα]], [[μπαχαρικό]]<br /><b>3.</b> [[έδεσμα]] πλούσια καρυκευμένο.
|mltxt=το (AM [[καρύκευμα]]) [[καρυκεύω]]<br /><b>1.</b> η [[παρασκευή]] καρυκευμένων φαγητών, η [[καρύκευση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] το [[μαγείρεμα]] για να γίνει νόστιμο το [[φαγητό]], [[άρτυμα]], [[μπαχαρικό]]<br /><b>3.</b> [[έδεσμα]] πλούσια καρυκευμένο.
}}
}}