3,276,318
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ | |lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ Πολυδ. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |