Anonymous

κύβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύβος''': ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον [[μετὰ]] ἓξ πλευρῶν, [[κύβος]], Τίμ. Λοκρ. 98C· [[κύβος]] τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ [[αὐτοῦ]] πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, [[ὅστις]] ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς [[εἰκός]]) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ. 2· κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, [[ἤτοι]] τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ἑν., [[οἶδα]] ὅτι [[ῥίπτω]] πάντα κύβον κεφαλῆς... [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω [[κύβος]], jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν [[στίγμα]], βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «[[τρία]] ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ [[τρεῖς]] κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]] = [[τράπεζα]] κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κυβικὸν ἔχον [[σχῆμα]], σπόνδυλος, ὡς τὸ [[ἀστράγαλος]], Ριανὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Βϳ, 180. 2) [[τεμάχιον]] παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. [[κύβιον]]. 3) [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος [[σχῆμα]] κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α. 4) κοίλωμά τι [[ὑπεράνω]] τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11. 3.
|lstext='''κύβος''': ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον [[μετὰ]] ἓξ πλευρῶν, [[κύβος]], Τίμ. Λοκρ. 98C· [[κύβος]] τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ [[αὐτοῦ]] πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, [[ὅστις]] ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς [[εἰκός]]) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ. 2· κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, [[ἤτοι]] τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ἑν., [[οἶδα]] ὅτι [[ῥίπτω]] πάντα κύβον κεφαλῆς... [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω [[κύβος]], jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν [[στίγμα]], βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «[[τρία]] ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ [[τρεῖς]] κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]] = [[τράπεζα]] κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κυβικὸν ἔχον [[σχῆμα]], σπόνδυλος, ὡς τὸ [[ἀστράγαλος]], Ριανὸς παρὰ Πολυδ. Βϳ, 180. 2) [[τεμάχιον]] παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. [[κύβιον]]. 3) [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος [[σχῆμα]] κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α. 4) κοίλωμά τι [[ὑπεράνω]] τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly