Anonymous

κλώζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλώζω''': μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ [[κρώζω]] ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, [[Πολυδ]]. Ε΄, 89· πρβλ. [[κλώσσω]]. ΙΙ. [[ἐκβάλλω]] ὅμοιον ἦχον εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, [[συρίττω]], Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. [[συρίζω]]), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. [[κλωγμός]].
|lstext='''κλώζω''': μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ [[κρώζω]] ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, Πολυδ. Ε΄, 89· πρβλ. [[κλώσσω]]. ΙΙ. [[ἐκβάλλω]] ὅμοιον ἦχον εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, [[συρίττω]], Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. [[συρίζω]]), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. [[κλωγμός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly