3,274,919
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λουτροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν· ([[λουτρόν]]). - [[παῖς]], [[παρθένος]] λ., ἐν Ἀθήναις, [[παῖς]] ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, | |lstext='''λουτροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν· ([[λουτρόν]]). - [[παῖς]], [[παρθένος]] λ., ἐν Ἀθήναις, [[παῖς]] ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, Πολυδ. Γ΄, 43· [[ἐντεῦθεν]] λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., [[λουτροφόρος]], ἡ, ἡ μέλαινα [[ὑδρία]] ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων [[λουτροφόρος]] τῷ μνήματι ἐφίστατο, [[κόρη]] [[ἀγγεῖον]] ἔχουσα ὑδροφόρον» Πολυδ. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. [[βαλανεῖον]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λουτροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[νερό]] για [[λουτρό]] («[[λουτροφόρος]] παῑς» — [[αγόρι]] που [[κατά]] την [[ημέρα]] του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] από την [[κρήνη]] Καλλιρρόη, <b> | |mltxt=-ο (Α [[λουτροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[νερό]] για [[λουτρό]] («[[λουτροφόρος]] παῑς» — [[αγόρι]] που [[κατά]] την [[ημέρα]] του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] από την [[κρήνη]] Καλλιρρόη, <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λουτροφόρος]]<br /><b>αρχαιολ.</b> α) [[άγαλμα]] κόρης ή αγοριού που κρατά [[υδρία]] και [[είναι]] τοποθετημένο σε τάφο αγάμων<br />β) [[αγγείο]] με δύο λαβές με το οποίο μεταφερόταν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] της νύφης [[πριν]] από τον γάμο<br />γ) [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |