Anonymous

κανδύταλις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κανδύταλις''': ἡ, [[ἱματιοθήκη]], Μακεδ. [[λέξις]] παρὰ τῷ Διφίλ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1, Μέναδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 8 (παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 137)· - [[ὡσαύτως]], κανδυτάλη ἢ -άνη, «κανδυτάναι ἢ κανδύλαι· ἱματιοθῆκαι [[ὅπου]] τὰ πολυτελῆ ἱμάτια ἔβαλλον» Ἡσύχ.· πληθ. κανδύτανες (ἢ -εις) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79, «κανδύτανες· ἱματιοφορίδες· οἱ δὲ [[εἶδος]] ἰχθύων· ἔστι δ’ ὅτε τὸ [[αἰδοῖον]]» Φώτ.· οὕτω καὶ κανδύλη, Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''κανδύταλις''': ἡ, [[ἱματιοθήκη]], Μακεδ. [[λέξις]] παρὰ τῷ Διφίλ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1, Μέναδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 8 (παρὰ Πολυδ. Ι΄, 137)· - [[ὡσαύτως]], κανδυτάλη ἢ -άνη, «κανδυτάναι ἢ κανδύλαι· ἱματιοθῆκαι [[ὅπου]] τὰ πολυτελῆ ἱμάτια ἔβαλλον» Ἡσύχ.· πληθ. κανδύτανες (ἢ -εις) Πολυδ. Ζ΄, 79, «κανδύτανες· ἱματιοφορίδες· οἱ δὲ [[εἶδος]] ἰχθύων· ἔστι δ’ ὅτε τὸ [[αἰδοῖον]]» Φώτ.· οὕτω καὶ κανδύλη, Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
}}
{{grml
{{grml