Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλητεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[κλητεύω]]) [[κλητός]]<br />[[καλώ]] κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του [[κοινοποιώ]] δικαστική [[κλήση]] («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη [[μαρτυρία]] του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[καταθέτω]] [[μαρτυρία]] στο δικαστήριο, [[μαρτυρώ]] («ὅτε τῶν [[ἐμαυτοῦ]] γ' [[ἕνεκα]] νυνὶ χρημάτων [[ἕλκω]] σε κλητεύσοντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλητεύομαι</i><br />[[προκαλώ]] την [[έκδοση]] κλήσεως.
|mltxt=(Α [[κλητεύω]]) [[κλητός]]<br />[[καλώ]] κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του [[κοινοποιώ]] δικαστική [[κλήση]] («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη [[μαρτυρία]] του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταθέτω]] [[μαρτυρία]] στο δικαστήριο, [[μαρτυρώ]] («ὅτε τῶν [[ἐμαυτοῦ]] γ' [[ἕνεκα]] νυνὶ χρημάτων [[ἕλκω]] σε κλητεύσοντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλητεύομαι</i><br />[[προκαλώ]] την [[έκδοση]] κλήσεως.
}}
}}
{{lsm
{{lsm