Anonymous

λισπόπυγος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λισπόπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων λείαν, ἀποτετριμμένην τὴν πυγήν, ἢ λεπτὸς τὰ ὀπίσθια, ἐπίθετον τῶν κιναίδων, Α. Β. 50, [[Πολυδ]]. Β΄, 184, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. λίσποι· ― αἰτ. πληθ. λισπόπυγας (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. λισπόπυξ) Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Εὐστ. 1288. 46.
|lstext='''λισπόπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων λείαν, ἀποτετριμμένην τὴν πυγήν, ἢ λεπτὸς τὰ ὀπίσθια, ἐπίθετον τῶν κιναίδων, Α. Β. 50, Πολυδ. Β΄, 184, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. λίσποι· ― αἰτ. πληθ. λισπόπυγας (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. λισπόπυξ) Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Εὐστ. 1288. 46.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λισπόπυγος]], -ον (Α)<br />(για κίναιδο) αυτός που έχει [[λεία]], λεπτά οπίσθια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίσπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>, [[λεπτό]]-<i>πυγος</i>].
|mltxt=[[λισπόπυγος]], -ον (Α)<br />(για κίναιδο) αυτός που έχει [[λεία]], λεπτά οπίσθια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίσπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>, [[λεπτό]]-<i>πυγος</i>].
}}
}}