Anonymous

κιλλίβας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κιλλίβας''': -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, [[τρίπους]] πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου [[τρίπους]] ἢ [[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἡ [[εἰκών]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· [[μέρος]] τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ [[κίλλος]] = [[ὄνος]] καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὄνος]] ἔκειτο [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).
|lstext='''κιλλίβας''': -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, [[τρίπους]] πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου [[τρίπους]] ἢ [[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἡ [[εἰκών]], Πολυδ. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· [[μέρος]] τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ [[κίλλος]] = [[ὄνος]] καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὄνος]] ἔκειτο [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).
}}
}}
{{bailly
{{bailly