Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιόνιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], [[κιονίσκος]], μικρὸς [[κίων]], Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ [[ἕλιξ]] ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.
|lstext='''κῑόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], [[κιονίσκος]], μικρὸς [[κίων]], Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, Πολυδ. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ [[ἕλιξ]] ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κιόνιον]], Μ και κιόνιν) [[κίων]]<br />(υποκορ. του [[κίων]]) [[μικρός]] [[κίονας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]] («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)<br /><b>2.</b> [[πόδι]] τραπεζιού ή καρέκλας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεντρικός]] [[άξονας]] [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων.
|mltxt=το (AM [[κιόνιον]], Μ και κιόνιν) [[κίων]]<br />(υποκορ. του [[κίων]]) [[μικρός]] [[κίονας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]] («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)<br /><b>2.</b> [[πόδι]] τραπεζιού ή καρέκλας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεντρικός]] [[άξονας]] [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων.
}}
}}