Anonymous

κορικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορῐκός''': -ή, -όν, [[παρθενικός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[κοράσιον]], βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2.
|lstext='''κορῐκός''': -ή, -όν, [[παρθενικός]], Πολυδ. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[κοράσιον]], βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κορικός]], -ή, -όν) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[κοριτσίστικος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κόρη]] του ματιού («[[κορικός]] [[υμένας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην [[Περσεφόνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορικῶς</i> (Α)<br />με τον τρόπο κοριτσιού, σαν [[κορίτσι]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κορικός]], -ή, -όν) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[κοριτσίστικος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κόρη]] του ματιού («[[κορικός]] [[υμένας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην [[Περσεφόνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορικῶς</i> (Α)<br />με τον τρόπο κοριτσιού, σαν [[κορίτσι]].
}}
}}