Anonymous

μεσῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, [[Πολυδ]]. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]».
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
}}
}}