Anonymous

καταμωκάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμωκάομαι''': ἀποθ., [[ἐμπαίζω]], καταγελῶ, [[ἄνευ]] πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· [[μετὰ]] γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).
|lstext='''καταμωκάομαι''': ἀποθ., [[ἐμπαίζω]], καταγελῶ, [[ἄνευ]] πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· [[μετὰ]] γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).
}}
}}
{{bailly
{{bailly