3,274,498
edits
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασύρω''': [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] κτλ., παρασύρων τὰς [[δρῦς]] ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς [[παρασύρω]], [[παρασύρω]] τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ [[μέχρι]] ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., [[ἐπιψαύω]] πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], [[κλέπτω]], ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας [[κρέας]] Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ | |lstext='''παρασύρω''': [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] κτλ., παρασύρων τὰς [[δρῦς]] ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς [[παρασύρω]], [[παρασύρω]] τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ [[μέχρι]] ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., [[ἐπιψαύω]] πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], [[κλέπτω]], ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας [[κρέας]] Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 162. 4) π. [[ἔπος]], [[παρεισάγω]] λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = [[σύρω]], παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, [[παρασέρνω]] Ν<br />(για ορμητικό [[ρεύμα]]) [[σύρω]] βιαίως, κυλώντας ορμητικά [[αρπάζω]] και [[παίρνω]] [[μαζί]] μου, [[συμπαρασύρω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «ο [[χείμαρρος]] παρέσυρε τα [[πάντα]]» β. «του ρεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς παρέσυρε», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]] και [[σύρω]] [[μαζί]] μου («τον παρέσυρε το [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>2.</b> [[σύρω]] κάποιον έξω από τον δρόμο του, τον [[κάνω]] να παρεκκλίνει από τον δρόμο που ακολουθεί («μέ παρέσυρε πολύ [[μακριά]] από το [[σπίτι]] μου»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[κακό]], τον [[αποπλανώ]], τον [[κάνω]] να παρεκτραπεί ηθικά, [[ξελογιάζω]], [[ξεμυαλίζω]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρασύρομαι</i><br />[[έρπω]], σούρνομαι («παρασύρεται τὴν κοιλίαν τῷ ἐδάφει», Ιππιατρ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> προσελκύομαι, σύρομαι [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην», Χορίκ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[περνώ]] τον καιρό μου όπως όπως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] και [[φεύγω]], [[κλέβω]] [[κάτι]] («[[ἴκτινος]] ὡς ἔκλαγξε παρασύρας [[κρέας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] [[ξυστά]], [[μόλις]] αγγίζοντας [[κάτι]] («τὰ πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύροντα βέλεα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για ρήτορα) [[προσελκύω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προς]] τις ιδέες μου («παρασῡραι [[οἷος]] [[ῥήτωρ]]», <b> | |mltxt=ΝΜΑ, [[παρασέρνω]] Ν<br />(για ορμητικό [[ρεύμα]]) [[σύρω]] βιαίως, κυλώντας ορμητικά [[αρπάζω]] και [[παίρνω]] [[μαζί]] μου, [[συμπαρασύρω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «ο [[χείμαρρος]] παρέσυρε τα [[πάντα]]» β. «του ρεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς παρέσυρε», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]] και [[σύρω]] [[μαζί]] μου («τον παρέσυρε το [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>2.</b> [[σύρω]] κάποιον έξω από τον δρόμο του, τον [[κάνω]] να παρεκκλίνει από τον δρόμο που ακολουθεί («μέ παρέσυρε πολύ [[μακριά]] από το [[σπίτι]] μου»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[κακό]], τον [[αποπλανώ]], τον [[κάνω]] να παρεκτραπεί ηθικά, [[ξελογιάζω]], [[ξεμυαλίζω]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρασύρομαι</i><br />[[έρπω]], σούρνομαι («παρασύρεται τὴν κοιλίαν τῷ ἐδάφει», Ιππιατρ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> προσελκύομαι, σύρομαι [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην», Χορίκ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[περνώ]] τον καιρό μου όπως όπως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] και [[φεύγω]], [[κλέβω]] [[κάτι]] («[[ἴκτινος]] ὡς ἔκλαγξε παρασύρας [[κρέας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] [[ξυστά]], [[μόλις]] αγγίζοντας [[κάτι]] («τὰ πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύροντα βέλεα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για ρήτορα) [[προσελκύω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προς]] τις ιδέες μου («παρασῡραι [[οἷος]] [[ῥήτωρ]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[κάπου]] («[[παρασύρω]] τινά εἰς τὰ κριτήρια [= δικαστήρια]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) στραμπουλίζομαι («τραχήλους παρασύρεσθαι», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> γελοιοποιούμαι, [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] σκώμματος («παρώφθη καὶ παρεσύρη», Φίλ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[γλιστρώ]] [[κατά]] τη [[διεύθυνση]] μιας καμπύλης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «παρασύρομαι ὑπὸ τῶν ὅπλων» — σύρομαι σε [[ανταρσία]], αναμιγνύομαι σε [[στάση]]<br />β) «[[παρασύρω]] [[ἔπος]]» — [[λέγω]] [[κάτι]] άκαιρα και ασύνετα, [[μεταχειρίζομαι]] μια [[λέξη]] άτοπα, (<b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρασεσυρμένοι<br />ὑπεσκελισμένοι, ἐπὶ τῶν παλαιστῶν». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |