Anonymous

νοσώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν νοσηρᾷ καταστάσει, ἀντίθετ. τῷ [[ὑγιεινός]], Ἱππ. Ἀφ. 1261, Πλάτ., κτλ.· ν, [[σῶμα]], [[βίος]] Πλάτ. Πολ. 556Ε, Νόμ. 734D· τὸ ν., νοσηρὰ [[κατάστασις]], Πλούτ. 2. 662F· - [[καθόλου]], [[νοσηρός]], ἐφθαρμένος, Πλάτ. Πολ. 408Β, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., οὐχὶ [[ὑγιεινός]], [[ἐπιβλαβής]], [[ὀλέθριος]], ὡς τὸ [[νοσηρός]], ἀήρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8, 1· - μεταφορ., νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 423· [[δράκων]] στίλβει νοσώδεις ἀστραπὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480. Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. «τὸ γὰρ νοσοδῶς ἔχει τινὰ πρὸς τὴν ἀκοὴν δυσχέρειαν» Γ΄, 105.
|lstext='''νοσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν νοσηρᾷ καταστάσει, ἀντίθετ. τῷ [[ὑγιεινός]], Ἱππ. Ἀφ. 1261, Πλάτ., κτλ.· ν, [[σῶμα]], [[βίος]] Πλάτ. Πολ. 556Ε, Νόμ. 734D· τὸ ν., νοσηρὰ [[κατάστασις]], Πλούτ. 2. 662F· - [[καθόλου]], [[νοσηρός]], ἐφθαρμένος, Πλάτ. Πολ. 408Β, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., οὐχὶ [[ὑγιεινός]], [[ἐπιβλαβής]], [[ὀλέθριος]], ὡς τὸ [[νοσηρός]], ἀήρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8, 1· - μεταφορ., νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 423· [[δράκων]] στίλβει νοσώδεις ἀστραπὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480. Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. «τὸ γὰρ νοσοδῶς ἔχει τινὰ πρὸς τὴν ἀκοὴν δυσχέρειαν» Γ΄, 105.
}}
}}
{{bailly
{{bailly