Anonymous

μελαμβαθής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">"
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamvathis
|Transliteration C=melamvathis
|Beta Code=melambaqh/s
|Beta Code=melambaqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[darkly deep]], Ταρτάρου κευθμών <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>221</span>; ἀκταὶ Ἀχέροντος <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>523</span> (v.l. -<b class="b3">βαφεῖς</b>) ; σηκὸς δράκοντος <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1010</span> (v.l. -<b class="b3">βαφής</b>) <b class="b3">; εἴδωλον</b> v.l. in B.<span class="title">Fr.</span>25; cf. [[μελαγκευθής]].</span>
|Definition=μελαμβαθές, [[darkly deep]], Ταρτάρου κευθμών [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''221; ἀκταὶ Ἀχέροντος [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''523 ([[varia lectio|v.l.]] -[[βαφεῖς]]); σηκὸς δράκοντος E.''Ph.''1010 ([[varia lectio|v.l.]] -[[βαφής]]); <b class="b3">εἴδωλον</b> [[varia lectio|v.l.]] in B.''Fr.''25; cf. [[μελαγκευθής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς [[κευθμών]], Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς [[κευθμών]], Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[noir et profond]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμβᾰθής:''' [[чернеющий своей глубиной]], [[темный и глубокий]] (Ταρτάρου [[κευθμών]] Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμβᾰθής''': -ές, ὁ ἔχων [[μέλαν]] [[βάθος]], ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219· ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469· σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.· [[συχν]]. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος [[μέλας]], [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[εἴδωλον]], Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.
|lstext='''μελαμβᾰθής''': -ές, ὁ ἔχων [[μέλαν]] [[βάθος]], ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219· ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469· σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.· συχν. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος [[μέλας]], [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[εἴδωλον]], Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />noir et profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμβαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[βάθος]], αυτός που φαίνεται πολύ [[σκοτεινός]] λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχι</i>-<i>βαθής</i>].
|mltxt=[[μελαμβαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[βάθος]], αυτός που φαίνεται πολύ [[σκοτεινός]] λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῖο», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), [[πρβλ]]. [[αγχιβαθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμβᾰθής:''' -ές ([[βάθος]]), αυτός που βρίσκεται σε [[σκοτεινά]] [[βάθη]], [[πολύ]] [[βαθύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μελαμβᾰθής:''' -ές ([[βάθος]]), αυτός που βρίσκεται σε [[σκοτεινά]] [[βάθη]], [[πολύ]] [[βαθύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμβᾰθής:''' чернеющий своей глубиной, темный и глубокий (Ταρτάρου [[κευθμών]] Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj