3,273,006
edits
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πᾰραστᾰ́της | ||
|Medium diacritics=παραστάτης | |Medium diacritics=παραστάτης | ||
|Low diacritics=παραστάτης | |Low diacritics=παραστάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parastatis | |Transliteration C=parastatis | ||
|Beta Code=parasta/ths | |Beta Code=parasta/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[στᾰ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who stands by]] or [[one who stands near]], [[defender]], φρουροὶ καὶ π. πυλῶν E.''Rh.''506.<br><span class="bld">II</span> one's [[comrade]] on the [[flank]] (opp. [[προστάτης]], [[front-rank-man]], [[ἐπιστάτης]], [[rear-rank-man]]), <b class="b3">τὸν ἑωυτοῦ π.</b> [[Herodotus|Hdt.]]6.117, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.59, 8.1.10; παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Polyaen. 2.10.4.<br><span class="bld">2</span> generally, [[comrade]], Pi.''N.''3.37, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''957 (lyr.), [[Herodotus|Hdt.]] 6.107 (pl.), [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''671, etc.; the ephebi were bound by [[oath]] μὴ [[ἐγκαταλείπειν]] τὸν παραστάτην (οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην = I will not abandon my fellow soldier), Poll.8.105, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1130a30, Stob.4.1.48; of a horse, π. ἐν μάχαις Babr.76.3: hence, [[assistant]], [[supporter]], δίκης E. ''Fr.''295; of the gods, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.21; especially of the Dioscuri, ''Trag.Adesp.'' 14.<br><span class="bld">3</span> [[right-hand-man]] or [[left-hand-man]] in a [[chorus]] when drawn up in order, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1277a12, ''Metaph.'' 1018b27.<br><span class="bld">4</span> [[official]] of a [[collegium]], IG14.925 (Portus).<br><span class="bld">III</span> the [[minister]]s of the [[Eleven]] at [[Athens]], ''AB'' 296, Phot., ''EM''652.16.<br><span class="bld">IV</span> Medic., [[οἱ παραστάται]] = [[testicle]]s, Ph.1.45, Ath.9.395f, etc.: personified, in dual, Pl.Com. 174.13; also, of the [[epididymis]], Hp.''Oss.''14, cf. Gal.19.128.<br><span class="bld">2</span> of the <b class="b3">σπερματικοὶ πόροι, πόροι ἀδενοειδεῖς, πόροι κιρσοειδεῖς</b>, Herophil. ap.Gal.''UP''14.11, cf. Ruf.''Onom.'' 185, Gal.4.643.<br><span class="bld">3</span> in sg., = [[ὀστέον ὑοειδές]] ([[hyoid bone]]), Herophil. ap. Poll.2.202 and Ruf.''Onom.''155.<br><span class="bld">V</span> in a ship, [[piece]]s of [[wood]] to [[stay]] the [[mast]], ''IG''22.1606.36, 1607.5,15,78, 1611.38: dual [[παραστάτα]] ib. 1608.34.<br><span class="bld">VI</span> [[outer]] [[vertical]] [[standard]] in [[plinth]] of [[torsion]]-[[engine]], Ph.''Bel.''55.10, Hero ''Bel.''91.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο θεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ καὶ παραστάτας ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο θεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ καὶ παραστάτας ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui se tient auprès ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[assistant]], [[soutien]], [[auxiliaire]];<br /><b>2</b> soldat placé dans les rangs à côté d'un autre, <i>et spécial.</i> fantassin placé à côté d'un cavalier;<br /><b>3</b> <i>p. anal. (t. méd.)</i> les bourses.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραστάτης:''' ου (τᾰ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[стоящий рядом]], [[сосед по строю]] Her., Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[парастат]], т. е. [[хоревт]], [[стоящий рядом с корифеем]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[товарищ]] Her., Pind., Aesch.;<br /><b class="num">4</b> [[помощник]], [[защитник]] (παραστάται καὶ σύμμαχοι Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[приставленный для охраны]] (π. πυλῶν Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραστάτης''': -ου, ὁ, (παρίσταμαι) ὁ πλησίον ἱστάμενος, [[ὑπερασπιστής]], φρουροὶ καὶ π. πυλῶν Εὐρ. Ρῆσ. 506. ΙΙ. ὁ παραπλεύρως ἱστάμενος [[συστρατιώτης]] (ὡς προστάτης καλεῖται ὁ πρό τινος ἱστάμενος [[συστρατιώτης]], [[ἐπιστάτης]] δὲ ὁ ἐν τῇ [[ὄπισθεν]] σειρᾷ ἱστάμενος), τὸν [[ἑωυτοῦ]] π. Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10· παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Πολύαιν. 2. 10, 4, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· - ἀκολούθως [[καθόλου]], [[σύντροφος]], Ἡρόδ. 6. 107, Πινδ. Ν. 3. 62, Αἰσχύλ. Πέρσ. 956, κτλ.· οἱ ἔφηβοι ὑπισχνοῦντο ἐνόρκως μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην, Πολυδ. Η΄, 105, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 5, Λυκοῦργ. 157. 28· - ἐπὶ ἵππου, π. ἐν μάχαις Βάβρ. 76. 3· - [[ἐντεῦθεν]], βοηθός, [[συνήγορος]], δίκης Εὐρ. Ἀποσπ. 297· ἐπὶ τῶν θεῶν, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους Ξεν. Κύρ. 3. 3, 21, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 30. 2) ὁ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερὰ [[σύντροφος]], ἐν χορῷ τεταγμένῳ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4. ΙΙΙ. οἱ ὑπηρέται τῶν [[ἕνδεκα]] ἐν Ἀθήναις, Α. Β. 296, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. IV. οἱ παραστάται, οἱ ὄρχεις, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, Ἱππ. 278. 36, Ἀθήν. 395F, κτλ. V. ἐπὶ πλοίου, δύο τεμάχια ξύλου ὑποστηρίζοντα τὸν ἱστὸν, Böckh’s Urk. ü. d. Att. Seewesen σελ. 126. VI. = [[παραστάς]]. Βιτρούβ. 10. 15· καὶ ὡς θηλ., 5. 1 (ἀλλὰ | |lstext='''παραστάτης''': -ου, ὁ, (παρίσταμαι) ὁ πλησίον ἱστάμενος, [[ὑπερασπιστής]], φρουροὶ καὶ π. πυλῶν Εὐρ. Ρῆσ. 506. ΙΙ. ὁ παραπλεύρως ἱστάμενος [[συστρατιώτης]] (ὡς προστάτης καλεῖται ὁ πρό τινος ἱστάμενος [[συστρατιώτης]], [[ἐπιστάτης]] δὲ ὁ ἐν τῇ [[ὄπισθεν]] σειρᾷ ἱστάμενος), τὸν [[ἑωυτοῦ]] π. Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10· παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Πολύαιν. 2. 10, 4, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· - ἀκολούθως [[καθόλου]], [[σύντροφος]], Ἡρόδ. 6. 107, Πινδ. Ν. 3. 62, Αἰσχύλ. Πέρσ. 956, κτλ.· οἱ ἔφηβοι ὑπισχνοῦντο ἐνόρκως μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην, Πολυδ. Η΄, 105, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 5, Λυκοῦργ. 157. 28· - ἐπὶ ἵππου, π. ἐν μάχαις Βάβρ. 76. 3· - [[ἐντεῦθεν]], βοηθός, [[συνήγορος]], δίκης Εὐρ. Ἀποσπ. 297· ἐπὶ τῶν θεῶν, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους Ξεν. Κύρ. 3. 3, 21, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 30. 2) ὁ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερὰ [[σύντροφος]], ἐν χορῷ τεταγμένῳ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4. ΙΙΙ. οἱ ὑπηρέται τῶν [[ἕνδεκα]] ἐν Ἀθήναις, Α. Β. 296, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. IV. οἱ παραστάται, οἱ ὄρχεις, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, Ἱππ. 278. 36, Ἀθήν. 395F, κτλ. V. ἐπὶ πλοίου, δύο τεμάχια ξύλου ὑποστηρίζοντα τὸν ἱστὸν, Böckh’s Urk. ü. d. Att. Seewesen σελ. 126. VI. = [[παραστάς]]. Βιτρούβ. 10. 15· καὶ ὡς θηλ., 5. 1 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῆς parastaticae). | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ. | |lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[helper]] | |woodrun=[[helper]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού στέκεται κοντά σέ κάποιον, [[στρατιώτης]], [[σύντροφος]]). Ἀπό τό παρίσταμαι → [[παρά]] + [[ἵσταμαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[ayudante]] ref. a Eros γενοῦ μοι πάρεδρος καὶ π. καὶ ὀνειροπομπός <b class="b3">sé para mí un asistente, un ayudante y un emisor de sueños</b> P IV 1850 ref. a divinidades inconcretas ἔλθατε εὐμενεῖς ... ἐπὶ τῷ συμφέροντί μοι πράγματι εὐμενεῖς παραστάται <b class="b3">venid benévolos, como benévolos ayudantes para este asunto que me conviene</b> P XII 227 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[testicle]]=== | |||
Abkhaz: аҟəалҭас, аҟəалҭара, аҟəалаҕ, акәҭаҕь; Adyghe: гэ, кӏэнкӏэ; Albanian: herdhe, testikul, koqe; Arabic: بَيْضَة, خُصْيَة; Egyptian Arabic: بيضة, خصية; Aragonese: testiclo; Armenian: ամորձի, ձու; Assamese: পেল, শুক্ৰাশয়; Asturian: testículu; Avar: хӏан; Azerbaijani: xaya; Bashkir: күкәй; Basque: barrabil; Belarusian: яечка, тэсці́кула; Bengali: শুক্রাশয়, বীচি; Bikol Central: bayag, bunaybunay; Brunei Bisaya: ampuni'; Bulgarian: тестис, тестикул; Burmese: ဝှေးစေ့, ကပ်ပယ်; Catalan: testicle; Cebuano: lagay; Chechen: зирх; Cherokee: ᎤᎪᏅ; Chinese Cantonese: 睪丸/睾丸; Mandarin: 睪丸/睾丸, 精巢, 卵子; Min Nan: 𡳞核, 𡳞核仔; Wu: 卵子; Cornish: kell; Czech: varle; Danish: testikel; Dhivehi: އޮށް; Dutch: [[teelbal]], [[testikel]], [[hode]]; Esperanto: testiko; Estonian: munand; Faroese: eista, eistasteinur, nossa, steinur; Finnish: kives, testikkeli, palli, muna; French: [[testicule]]; Galician: testículo; Georgian: სათესლე, სათესლე ჯირკვალი, კვერცხი, ყვერი, კაკალი; German: [[Hoden]], [[Testikel]]; Greek: [[όρχις]], [[αρχίδι]]; Ancient Greek: [[κύαμος]], [[ὄρχις]], [[παραστάτης]]; Greenlandic: issuk; Haitian Creole: grenn; Hebrew: אֶשֶׁךְ; Hindi: अंड, अंडकोष, फ़ोता; Hungarian: here; Icelandic: eista; Ido: testikulo; Indonesian: testis, buah zakar; Irish: magairle, cloch, caid, úirí; Italian: [[testicolo]], [[coglione]]; Japanese: 睾丸, 精巣, ホーデン, 金玉, 陰核, タマキン; Karok: vuutrava'áfiv; Kaurna: ngarrumuka, kardlumuka; Kazakh: жұмалақ; Khmer: ពងស្វាស, ពង; Korean: 고환(睾丸), 불알, 불; Kurdish Northern Kurdish: gun, hêlik; Kyrgyz: эн, таш; Lao: ກະໂປກ, ອັນທະ, ໄຂ່ຫຳ; Latin: [[testiculus]], [[coleus]], [[testis]], [[coleo]]; Latvian: sēklinieks; Ligurian: cuggia; Lithuanian: sėklidė; Macedonian: тестис; Malay: buah zakar, telur; Malayalam: വൃഷണം; Maltese: bajda, bajd, testikola, ħaswa; Manchu: ᡠᡥᠠᠯᠠ, ᠵᡳᠨᠵᠠᡥᠠ; Maori: pūtawa, raho; Mongolian Cyrillic: төмсөг, засаа; Mongolian: ᠲᠥᠮᠦᠰᠦᠭᠡ, ᠵᠠᠰᠠᠭᠠ; Nahuatl: ahuacatl; Navajo: ayęęzhii; Norwegian Bokmål: testikkel; Nynorsk: testikkel; Ojibwe: ninishiwag; Old English: bealluc; Pashto: خوټه; Persian: خایه, بیضه; Pirahã: xitóhoi; Polish: jądro, jajo; Portuguese: [[testículo]]; Romanian: testicul, coi, boș; Russian: [[яичко]], [[тестикула]]; Sami Inari: kuolâ; Northern: bálˈlu; Skolt: kuõll; Sanskrit: अण्ड; Scottish Gaelic: magairle, clach; Sebop: ilu butu; Serbo-Croatian Cyrillic: тестис, семеник, мудо; Roman: testis, semenik, mudo; Slovak: vajce, jadro, semenník; Slovene: módo; Spanish: [[testículo]], [[cojón]], [[pelota]], [[huevo]], [[bola]], [[cataplines]]; Swahili: pumbu; Swedish: testikel; Tagalog: bayag, bilo, betlog; Tajik: хоя; Tamil: அண்டம், விரை; Telugu: వృషణాలు; Thai: ลูกอัณฑะ, อัณฑะ; Tibetan: སྒོང་རྡོག, རླིག་རིལ; Tok Pisin: bol, kiau; Turkish: testis, haya, er bezi, husye, badak, yumurta, top; Turkmen: taşak; Tuvan: чуурга; Udmurt: пуз, выйтэт; Ugaritic: 𐎜𐎌𐎋; Ukrainian: яє́чко; Urdu: انڈکوش, فوطہ, خصیہ; Uzbek: moyak, tuxum; Vietnamese: hòn dái, tinh hoàn; Welsh: caill, carreg; West Coast Bajau: borot; Yiddish: טעסטאַקאַל | |||
}} | }} |