3,277,649
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. | |lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |