Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιπλίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπλίσσομαι''': [[διέχω]] τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, [[τουτέστι]], διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα [[πλίγμα]] λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, [[εἶναι]] πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[περιπλίγδην]] [[περιπλίξ]].
|lstext='''περιπλίσσομαι''': [[διέχω]] τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, [[τουτέστι]], διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ Πολυδ. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα [[πλίγμα]] λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, [[εἶναι]] πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[περιπλίγδην]] [[περιπλίξ]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly