Anonymous

πολυσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(1b)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυσχήμων''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, [[ποικίλος]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφήν, Στράβ. 121, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 98.
|lstext='''πολυσχήμων''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, [[ποικίλος]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφήν, Στράβ. 121, Πολυδ. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Πολυδ. Δ΄, 98.
}}
}}
{{bailly
{{bailly