Anonymous

περιρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρήγνῡμι''': καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· [[συχν]]. ἐπὶ ἐνδυμάτων, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[σχίζω]] καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ [[οἰκέτης]] Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ [[ὄστρακον]] [[αὐτόθι]] 8. 17, 10· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται [[αὐτόθι]] 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα [[αὐτόθι]] 5. 19, 17)· [[ὡσαύτως]], [[πέτρα]] περιρραγεῖσα [[αὐτόθι]] 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, [[καταρρέω]], [[ἐκπίπτω]], Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. [[κάμνω]] ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο [[περί]] τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε [[περισχίζω]]. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι [[περί]] τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61.
|lstext='''περιρρήγνῡμι''': καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· [[συχν]]. ἐπὶ ἐνδυμάτων, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[σχίζω]] καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ [[οἰκέτης]] Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ [[ὄστρακον]] [[αὐτόθι]] 8. 17, 10· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται [[αὐτόθι]] 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα [[αὐτόθι]] 5. 19, 17)· [[ὡσαύτως]], [[πέτρα]] περιρραγεῖσα [[αὐτόθι]] 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, [[καταρρέω]], [[ἐκπίπτω]], Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. [[κάμνω]] ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο [[περί]] τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε [[περισχίζω]]. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι [[περί]] τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61.
}}
}}
{{bailly
{{bailly