3,277,301
edits
m (Text replacement - "—[[to be " to "—to [[be ") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεᾱνῐεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην [[αὐτόθι]]: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, | |lstext='''νεᾱνῐεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην [[αὐτόθι]]: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Πολυδ. Β΄, 20· πρβλ. [[νεανισκεύομαι]]. ΙΙ. ἐν τῇ χρήσει ἀείποτε, [[πράττω]] ἢ φέρομαι νεανικῶς, προπετῶς, ἀσκέπτως, τολμηρῶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653· ν. εἴς τινα Ἰσοκρ. 398C, Ὑπερείδ. ὑπέρ Εὐξενίππ. 37· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 482C· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτ., τοιοῦτον [[νεανιεύομαι]], δίδω τοιαύτας νεανικὰς ὑποσχέσεις, Δημ. 401. 24· οὐδ’ ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδὲν ὁ αὐτ. 536. 26· νεανιευσάμενος εἰπεῖν, [[μετὰ]] νεανικῆς αὐθαδείας, Πλουτ. Κικ. 1· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ [[μετὰ]] νεανικοῦ πνεύματος, ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3. - Παθ., ἐφ’ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νεανεανιευμένοις, εἰς ὅλας τὰς νεανικάς του (ἀπερισκέπτους) πράξεις, Δημ. 520. 28· τὰ νεανιευθέντα Πλουτ. Μάρ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύεται· νέου ἔργα πράττει ἢ καυχᾶται, ἢ μεγαλοφρονεῖ ἐπὶ ἀνδρείᾳ, κομπάζει [[κενῶς]], ἢ τολμᾷ». - Τὸ ἐνεργητ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύων· μειρακιευόμενος». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |