Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερόν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
}}
{{bailly
{{bailly