Anonymous

πυρφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρφόρος''': -ον, ὁ φέρων πῦρ, Αἰσχύλ. Θήβ. 432· [[μάλιστα]] ἐπὶ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς, π. κεραυνὸς Πινδ. Ν. 10. 132, Αἰσχύλ. Θηβ. 444, Σοφ. Ο. Κ. 1658· ἀστραπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 200· [[ἔγχος]] Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1749· καὶ οὕτω πιθανῶς, [[πυρφόρος]] αἰθέρος ἀστὴρ ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1050· -πυρφόροι οἰστοὶ, βέλη ἔχοντα εὐφλέκτους οὐσίας προσδεδεμένας καὶ ἀνημμένας [[ὥστε]] νὰ δύνανται νὰ πυρπολῶσι πᾶν ξύλινον [[κατασκεύασμα]], Θουκ. 1. 75· οὕτω μόνον πυρφόρα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 88· - [[ὡσαύτως]] [[πυρφόρος]], ὁ, μηχανὴ ἐξακοντίζουσα πῦρ, Πολύβ. 21. 5, 1· πρβλ. [[πυροβόλος]]. ΙΙ. ἰδιαιτέρως, 1) ἐπίθετον πολλῶν θεοτήτων, [[οἷον]] τοῦ Διὸς διὰ τοὺς κεραυνοὺς [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1198, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1751· τῆς Δήμητρος διὰ τοὺς πυρούς, οὓς οἱ λατρεύοντες αὐτὴν ἔφερον (πρβλ. δᾳδοῦχος), Εὐρ. Ἱκ. 260, πρβλ. Φοιν. 687· τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. [[ἀμφίπυρος]]), Σοφ. Ο. Τ. 206· ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 402, πρβλ. 1178, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 42. 2) Προμηθεὺς π., ὁ τὸ πῦρ φέρων, [[ὄνομα]] τοῦ Προμηθέως ἐν Σατυρικῷ τινι δράματι τοῦ Αἰσχύλου, ἀνθ’ οὗ ὁ [[Πολυδ]]. Θ΄, 156, Ι΄, 64, ἔχει [[πυρκαεύς]], [[ἴσως]] συγχέων αὐτὸ πρὸς τὸ Ναύπλιος πυρκαεὺς τοῦ Σοφοκλ., ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 187, Σοφ. Ο. Κ. 55· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Θήβ. 452, Σοφ. Ἀντ. 135· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 88· - ἀλλὰ θεὸς [[πυρφόρος]] καλεῖται ὁ φλέγων [[θεός]], δηλ. ὁ φέρων πυρετὸν ἢ λοιμόν, Σοφ. Ο. Τ. 27. 3) ὁ [[πυρφόρος]], ἐν τῷ στρατῷ τῶν Λακεδαιμονίων ἦτο ὁ ἱερεὺς ὁ διατηρῶν τὸ πρὸς θυσίας ἱερὸν πῦρ, [[ὅπερ]] [[οὐδέποτε]] ἐσβέννυτο, Ξεν. Λακ. 13, 2. πρβλ. Sturz Λεξ. Ξεν. ἐν λέξ.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ὁλοσχεροῦς ἥττης, ἕδεε δὲ [[μηδὲ]] πυρφόρον… περιγενέσθαι Ἡρόδ. 8. 6, πρβλ. Δίωνα Κ. 39. 45, Παροιμιογρ.
|lstext='''πυρφόρος''': -ον, ὁ φέρων πῦρ, Αἰσχύλ. Θήβ. 432· [[μάλιστα]] ἐπὶ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς, π. κεραυνὸς Πινδ. Ν. 10. 132, Αἰσχύλ. Θηβ. 444, Σοφ. Ο. Κ. 1658· ἀστραπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 200· [[ἔγχος]] Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1749· καὶ οὕτω πιθανῶς, [[πυρφόρος]] αἰθέρος ἀστὴρ ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1050· -πυρφόροι οἰστοὶ, βέλη ἔχοντα εὐφλέκτους οὐσίας προσδεδεμένας καὶ ἀνημμένας [[ὥστε]] νὰ δύνανται νὰ πυρπολῶσι πᾶν ξύλινον [[κατασκεύασμα]], Θουκ. 1. 75· οὕτω μόνον πυρφόρα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 88· - [[ὡσαύτως]] [[πυρφόρος]], ὁ, μηχανὴ ἐξακοντίζουσα πῦρ, Πολύβ. 21. 5, 1· πρβλ. [[πυροβόλος]]. ΙΙ. ἰδιαιτέρως, 1) ἐπίθετον πολλῶν θεοτήτων, [[οἷον]] τοῦ Διὸς διὰ τοὺς κεραυνοὺς [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1198, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1751· τῆς Δήμητρος διὰ τοὺς πυρούς, οὓς οἱ λατρεύοντες αὐτὴν ἔφερον (πρβλ. δᾳδοῦχος), Εὐρ. Ἱκ. 260, πρβλ. Φοιν. 687· τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. [[ἀμφίπυρος]]), Σοφ. Ο. Τ. 206· ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 402, πρβλ. 1178, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 42. 2) Προμηθεὺς π., ὁ τὸ πῦρ φέρων, [[ὄνομα]] τοῦ Προμηθέως ἐν Σατυρικῷ τινι δράματι τοῦ Αἰσχύλου, ἀνθ’ οὗ ὁ Πολυδ. Θ΄, 156, Ι΄, 64, ἔχει [[πυρκαεύς]], [[ἴσως]] συγχέων αὐτὸ πρὸς τὸ Ναύπλιος πυρκαεὺς τοῦ Σοφοκλ., ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 187, Σοφ. Ο. Κ. 55· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Θήβ. 452, Σοφ. Ἀντ. 135· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 88· - ἀλλὰ θεὸς [[πυρφόρος]] καλεῖται ὁ φλέγων [[θεός]], δηλ. ὁ φέρων πυρετὸν ἢ λοιμόν, Σοφ. Ο. Τ. 27. 3) ὁ [[πυρφόρος]], ἐν τῷ στρατῷ τῶν Λακεδαιμονίων ἦτο ὁ ἱερεὺς ὁ διατηρῶν τὸ πρὸς θυσίας ἱερὸν πῦρ, [[ὅπερ]] [[οὐδέποτε]] ἐσβέννυτο, Ξεν. Λακ. 13, 2. πρβλ. Sturz Λεξ. Ξεν. ἐν λέξ.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ὁλοσχεροῦς ἥττης, ἕδεε δὲ [[μηδὲ]] πυρφόρον… περιγενέσθαι Ἡρόδ. 8. 6, πρβλ. Δίωνα Κ. 39. 45, Παροιμιογρ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly