Anonymous

σκαφηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰφηφόρος''': -ον, ὁ φέρων σκάφην (λεκάνην ἢ δίσκον)· - ἐν Ἀθήναις οἱ μέτοικοι [[ἰδίᾳ]] ἐκαλοῦντο σκαφηφόροι, [[ἐπειδὴ]] κατὰ τὴν πομπὴν τῶν Παναθηναίων εἶχον τὸ καθῆκον νὰ φέρωσι λεκάνας ἢ δίσκους (ἴδε [[σκάφη]] Ι ἐν τέλ.) πεπληρωμένους προσφορῶν μέλιτος, πλακούντων, πεμμάτων, κτλ., ὡς αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐκαλοῦντο ὑδριαφόροι. [[ἐπειδὴ]] ἔφερον ὑδρίας [[χάριν]] τῶν γυναικῶν τῶν πολιτῶν· αἱ δὲ θυγατέρες αὐτῶν ἐκαλοῦντο σκιαδηφόροι, [[ἐπειδὴ]] ἔφερον ἀνθήλια (σκιάδια) [[ὑπὲρ]] τὰς κεφαλάς των, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., [[Πολυδ]]. Γ΄, 55. Φώτ. - τὰ δὲ καθήκοντα [[ταῦτα]] ἐνομίζοντο δουλικά, ἴδε Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1, Ἐρμάνν. Pol. Ant. § 115. 10. - Ἐντεῦθεν σκαφηφορέω, εἶμαι [[σκαφηφόρος]], Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τοῖς Α.Β. 280, σκαφηφορία, ἡ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ μέτοικοι [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο. [[σκάφος]] γὰρ ἔφερον ἐν τοῖς Παναθηναίοις, ἵνα ὡς εὖνοι ἀριθμῶνται μετέχοντες τῶν θυσιῶν».
|lstext='''σκᾰφηφόρος''': -ον, ὁ φέρων σκάφην (λεκάνην ἢ δίσκον)· - ἐν Ἀθήναις οἱ μέτοικοι [[ἰδίᾳ]] ἐκαλοῦντο σκαφηφόροι, [[ἐπειδὴ]] κατὰ τὴν πομπὴν τῶν Παναθηναίων εἶχον τὸ καθῆκον νὰ φέρωσι λεκάνας ἢ δίσκους (ἴδε [[σκάφη]] Ι ἐν τέλ.) πεπληρωμένους προσφορῶν μέλιτος, πλακούντων, πεμμάτων, κτλ., ὡς αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐκαλοῦντο ὑδριαφόροι. [[ἐπειδὴ]] ἔφερον ὑδρίας [[χάριν]] τῶν γυναικῶν τῶν πολιτῶν· αἱ δὲ θυγατέρες αὐτῶν ἐκαλοῦντο σκιαδηφόροι, [[ἐπειδὴ]] ἔφερον ἀνθήλια (σκιάδια) [[ὑπὲρ]] τὰς κεφαλάς των, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., Πολυδ. Γ΄, 55. Φώτ. - τὰ δὲ καθήκοντα [[ταῦτα]] ἐνομίζοντο δουλικά, ἴδε Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1, Ἐρμάνν. Pol. Ant. § 115. 10. - Ἐντεῦθεν σκαφηφορέω, εἶμαι [[σκαφηφόρος]], Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τοῖς Α.Β. 280, σκαφηφορία, ἡ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ μέτοικοι [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο. [[σκάφος]] γὰρ ἔφερον ἐν τοῖς Παναθηναίοις, ἵνα ὡς εὖνοι ἀριθμῶνται μετέχοντες τῶν θυσιῶν».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[σκαφηφόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκάφη]], [[λεκάνη]] ή δίσκο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι σκαφηφόροι</i><br />άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό [[λειτούργημα]], στην [[πομπή]] τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάφη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=-ο / [[σκαφηφόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκάφη]], [[λεκάνη]] ή δίσκο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι σκαφηφόροι</i><br />άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό [[λειτούργημα]], στην [[πομπή]] τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάφη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}