Anonymous

σιμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑμός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν [[ῥῖνα]] σιμήν, πεπλατυσμένην, ὡς οἱ Τάρταροι (ἢ οἱ Σκύθαι, ὡς οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν αὐτούς), Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 5. 9· φαυλότεραι καὶ σ., σ. καὶ αἰσχροὶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 705, πρβλ. Θεόκρ. 3. 8· λέγεται δὲ ὅτι εἶχον ἰταμὴν καὶ σκωπτικὴν ὄψιν (ὡς τὸ Γαλλ. nez retroussé), σιμὸς [[ἐπίχαρις]] κληθεὶς Πλατ. Πολ. 474D, πρβλ. Πλούτ. 2. 56C, [[Πολυδ]]. Β΄, 73· ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι ἅπαντα τὰ [[παιδία]] [[εἶναι]] σιμοί, Προβλ. 33. 18· λέγεται περὶ τῶν δελφίνων, Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 567· ἐπὶ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1· ἐπὶ τοῦ ἱπποποτάμου, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ἐπὶ τῶν ἱππαρίων τῶν Σιγυννῶν, Ἡρόδ. 5. 9, 3· ἐπὶ τῶν αἰγῶν καὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 80., 8. 50· καὶ τὸ Λατ. simius, simia, δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] ἐλέγετο καὶ ἐπὶ τῶν πιθήκων. 2) ἐπὶ τῆς [[ῥινός]], πεπλατυσμένος, [[πλατύς]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπός]], Πλάτ. Θεαίτ. 209C· τὸ σ. τῆς [[ῥινός]], = [[σιμότης]], Ξεν. Συμπ. 5, 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 7.― Ἐπειδὴ δὲ τὸ τοιοῦτον [[σχῆμα]] τῆς ῥινὸς παρέχει ἔκφρασιν σκωπτικήν, εὑρίσκομεν, σιμὰ γελᾶν (πρβλ. Λατιν. naso suspendere adunco), Ἀνθ. Π. 5. 177· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις [[αὐτόθι]] 179· πρβλ. [[σιμόω]] Ι. ΙΙ. μεραφορ., κεκλιμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὡς τὸ κυρτὸν [[μέρος]] λόφου· ἀκολούθως, ὡς τὸ [[προσάντης]], Λατ. acclivis, πρὸς τὰ ἄνω φέρων, [[ἀνωφερής]], ἀντίθετον τῷ [[κατάντης]], Λατιν. declivis, [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 288, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.· πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν, [[καταδιώκω]] πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 38· ὁδὸς Ξεν. Κυν. 6. 5· τὰ σιμὰ ὑπερβαλεῖν [[αὐτόθι]] 5, 16· ― αἱ σιμαί, τὰ [[ἄκρα]] τῆς λύρας, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]], μέρη τοῦ γείσου, ὁ αὐτ. πρβλ. Βιτρούβ. 3, § 63. 2) [[καθόλου]], πρὸς τὰ ἄνω κεκαλυμμένος, [[κοῖλος]], ἀντίθετ. τῷ [[κυρτός]], ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμὴ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21· τὰ σιμὰ τοῦ [[ἥπατος]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ [[ἥπατος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 213, Γαλην.· χεὶρ σιμὴ Ἀθήν. 630Α· ― ἐπὶ ξυλαρίων πρὸς ἐπίδεσιν κατάγματος, παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν Γαλην. [[εἶναι]] στρογγύλα καὶ βαθμηδὸν λεπτυνόμενα [[ὥστε]] ἡ [[πίεσις]] νὰ γίνηται ὀλιγωτέρα· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, [[αὐτόθι]] 742.
|lstext='''σῑμός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν [[ῥῖνα]] σιμήν, πεπλατυσμένην, ὡς οἱ Τάρταροι (ἢ οἱ Σκύθαι, ὡς οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν αὐτούς), Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 5. 9· φαυλότεραι καὶ σ., σ. καὶ αἰσχροὶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 705, πρβλ. Θεόκρ. 3. 8· λέγεται δὲ ὅτι εἶχον ἰταμὴν καὶ σκωπτικὴν ὄψιν (ὡς τὸ Γαλλ. nez retroussé), σιμὸς [[ἐπίχαρις]] κληθεὶς Πλατ. Πολ. 474D, πρβλ. Πλούτ. 2. 56C, Πολυδ. Β΄, 73· ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι ἅπαντα τὰ [[παιδία]] [[εἶναι]] σιμοί, Προβλ. 33. 18· λέγεται περὶ τῶν δελφίνων, Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 567· ἐπὶ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1· ἐπὶ τοῦ ἱπποποτάμου, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ἐπὶ τῶν ἱππαρίων τῶν Σιγυννῶν, Ἡρόδ. 5. 9, 3· ἐπὶ τῶν αἰγῶν καὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 80., 8. 50· καὶ τὸ Λατ. simius, simia, δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] ἐλέγετο καὶ ἐπὶ τῶν πιθήκων. 2) ἐπὶ τῆς [[ῥινός]], πεπλατυσμένος, [[πλατύς]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπός]], Πλάτ. Θεαίτ. 209C· τὸ σ. τῆς [[ῥινός]], = [[σιμότης]], Ξεν. Συμπ. 5, 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 7.― Ἐπειδὴ δὲ τὸ τοιοῦτον [[σχῆμα]] τῆς ῥινὸς παρέχει ἔκφρασιν σκωπτικήν, εὑρίσκομεν, σιμὰ γελᾶν (πρβλ. Λατιν. naso suspendere adunco), Ἀνθ. Π. 5. 177· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις [[αὐτόθι]] 179· πρβλ. [[σιμόω]] Ι. ΙΙ. μεραφορ., κεκλιμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὡς τὸ κυρτὸν [[μέρος]] λόφου· ἀκολούθως, ὡς τὸ [[προσάντης]], Λατ. acclivis, πρὸς τὰ ἄνω φέρων, [[ἀνωφερής]], ἀντίθετον τῷ [[κατάντης]], Λατιν. declivis, [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 288, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.· πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν, [[καταδιώκω]] πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 38· ὁδὸς Ξεν. Κυν. 6. 5· τὰ σιμὰ ὑπερβαλεῖν [[αὐτόθι]] 5, 16· ― αἱ σιμαί, τὰ [[ἄκρα]] τῆς λύρας, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]], μέρη τοῦ γείσου, ὁ αὐτ. πρβλ. Βιτρούβ. 3, § 63. 2) [[καθόλου]], πρὸς τὰ ἄνω κεκαλυμμένος, [[κοῖλος]], ἀντίθετ. τῷ [[κυρτός]], ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμὴ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21· τὰ σιμὰ τοῦ [[ἥπατος]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ [[ἥπατος]], Πολυδ. Β΄, 213, Γαλην.· χεὶρ σιμὴ Ἀθήν. 630Α· ― ἐπὶ ξυλαρίων πρὸς ἐπίδεσιν κατάγματος, παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν Γαλην. [[εἶναι]] στρογγύλα καὶ βαθμηδὸν λεπτυνόμενα [[ὥστε]] ἡ [[πίεσις]] νὰ γίνηται ὀλιγωτέρα· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, [[αὐτόθι]] 742.
}}
}}
{{bailly
{{bailly