3,277,042
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπάδιξ''': [ᾱ], -ῑκος, ἡ, ([[σπάω]]) [[κλάδος]] ἀπεσπασμένος (πρβλ. [[κλάδος]] ἐκ τοῦ [[κλάω]]), [[μάλιστα]] [[κλάδος]] φοίνικος, ὡς τὸ βαῒς (πρβλ. [[σπάθη]] 7), σπ. φοίνικος Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 2. 724Α· πληθ. ἐν τῷ Λατιν. spadica (Ammian. 24. 3)· λέγεται καὶ ἐπὶ ἄλλων φυτῶν, π.χ. ῥυτῆς Νικ. Ἀλεξιφ. 528. 2) ὡς ἐπίθετ., ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] φοίνικος (πρβλ. φοῖνιξ). Λατ. spadix ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 82, πρβλ. Α. Γέλλ. 2. 26, 9. ΙΙ. [[ὄργανον]] ἔγχορδον ὅμοιον τῇ λύρᾳ ἀλλ’ ἔχον τόνους πολὺ ὀξεῖς, | |lstext='''σπάδιξ''': [ᾱ], -ῑκος, ἡ, ([[σπάω]]) [[κλάδος]] ἀπεσπασμένος (πρβλ. [[κλάδος]] ἐκ τοῦ [[κλάω]]), [[μάλιστα]] [[κλάδος]] φοίνικος, ὡς τὸ βαῒς (πρβλ. [[σπάθη]] 7), σπ. φοίνικος Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 2. 724Α· πληθ. ἐν τῷ Λατιν. spadica (Ammian. 24. 3)· λέγεται καὶ ἐπὶ ἄλλων φυτῶν, π.χ. ῥυτῆς Νικ. Ἀλεξιφ. 528. 2) ὡς ἐπίθετ., ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] φοίνικος (πρβλ. φοῖνιξ). Λατ. spadix ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 82, πρβλ. Α. Γέλλ. 2. 26, 9. ΙΙ. [[ὄργανον]] ἔγχορδον ὅμοιον τῇ λύρᾳ ἀλλ’ ἔχον τόνους πολὺ ὀξεῖς, Πολυδ. Δ΄, 49· [[ὅπερ]] κατακρίνει ὁ Κοϊντιλιανὸς ὡς ἐκθηλυντικόν, 1. 10, 31. ΙΙΙ. ὁ φλοιὸς ἀποσπώμενος ἀπὸ τῆς ῥίζης τῆς πρίνου, Γραμμ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |