3,277,636
edits
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποδεών''': -ῶνος, ὁ, (ποὺς) ἐν τῷ πλ., τὰ [[ἄκρα]] (ποδάρια) τοῦ δέρματος ζῴων, δέρμα λέοντος ἀφημμένον [[ἄκρων]] ἐκ ποδεώνων Θεόκρ. 22. 52. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ [[λαιμὸς]] ἢ τὸ [[στόμιον]] ἀσκοῦ, Ἡρόδ. 2. 121, 4, Ἀνθ. Π. 6. 95· ― [[Κατὰ]] Φώτ. «[[ποδεών]]»: [[κυρίως]] τοῦ ἀσκοῦ τὰ προὔχοντα· [[ἤτοι]] τῶν ποδῶν τὰ δέρματα» | |lstext='''ποδεών''': -ῶνος, ὁ, (ποὺς) ἐν τῷ πλ., τὰ [[ἄκρα]] (ποδάρια) τοῦ δέρματος ζῴων, δέρμα λέοντος ἀφημμένον [[ἄκρων]] ἐκ ποδεώνων Θεόκρ. 22. 52. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ [[λαιμὸς]] ἢ τὸ [[στόμιον]] ἀσκοῦ, Ἡρόδ. 2. 121, 4, Ἀνθ. Π. 6. 95· ― [[Κατὰ]] Φώτ. «[[ποδεών]]»: [[κυρίως]] τοῦ ἀσκοῦ τὰ προὔχοντα· [[ἤτοι]] τῶν ποδῶν τὰ δέρματα» Πολυδ. Β΄, 196· μεταφορ. τὸ ἀνδρικὸν [[μόριον]] «παρ’ ὅσον ὡς ὁ ποδεὼν τοῦ ἀσκοῦ προέχει» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 679 (662 Elmsl.). 2) [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς στενοῦ ἄκρου, ποδεὼν στεινός, στενὸς [[λαιμὸς]] γῆς, Ἡρόδ. 8. 31. 3) τὸ κατώτατον [[ἄκρον]] ἢ ἡ [[κάτω]] [[γωνία]] τοῦ ἱστίου, [[ὅπερ]] ἦτο κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἐκ δέρματος ζῴου (πρβλ. ποὺς ΙΙ. 2), Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστορ. 2. 45. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |