3,277,172
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπεῖρα''': ἡ, Λατ. spira, [[πρᾶγμα]] ἑλικοειδῶς συνεστραμμένον ἢ περιτετυλιγμένον, [[σύστρεμμα]], ποιεῖν τι [[οἷον]] σπεῖραν, συστρέφων τι [[σχηματίζω]] εἰς σφαῖραν, Ἱππ. 471. 44. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ὄφεως, Σοφ. Ἀποσπ. 480, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· πολύπλοκοι σπ. Εὐρ. Μήδ. 481, πρβλ. Ἴωνα 1164· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. Θηρ. 156, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] λέγεται καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 151, Ἄρατ. 47, 89, κτλ.· πρβλ. [[σπείρημα]]. 3) [[σχοινίον]], Ἱππ. 685. 10, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 683C· σπείραις δικτυοκλώστοις, μὲ τοὺς ἑλιγμοὺς τῶν δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 347· [[μάλιστα]] [[καλῴδιον]] πλοίου, Πλούτ. 2. 507Α· κυκλοτερές τι [[προσκεφάλαιον]], [[ὅπερ]] αἱ γυναῖκες φέρουσι βάρος τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔθετον ἐπ’ αὐτῆς [[ὅπως]] μὴ καταπονῆται (ὡς τὰ νῦν οἱ πωλοῦντες τὰς κολλύρας), Ἀπολλόδ. 2. 5, 11. 4) [[τρόπος]] κτενίσματος τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, | |lstext='''σπεῖρα''': ἡ, Λατ. spira, [[πρᾶγμα]] ἑλικοειδῶς συνεστραμμένον ἢ περιτετυλιγμένον, [[σύστρεμμα]], ποιεῖν τι [[οἷον]] σπεῖραν, συστρέφων τι [[σχηματίζω]] εἰς σφαῖραν, Ἱππ. 471. 44. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ὄφεως, Σοφ. Ἀποσπ. 480, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· πολύπλοκοι σπ. Εὐρ. Μήδ. 481, πρβλ. Ἴωνα 1164· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. Θηρ. 156, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] λέγεται καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 151, Ἄρατ. 47, 89, κτλ.· πρβλ. [[σπείρημα]]. 3) [[σχοινίον]], Ἱππ. 685. 10, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 683C· σπείραις δικτυοκλώστοις, μὲ τοὺς ἑλιγμοὺς τῶν δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 347· [[μάλιστα]] [[καλῴδιον]] πλοίου, Πλούτ. 2. 507Α· κυκλοτερές τι [[προσκεφάλαιον]], [[ὅπερ]] αἱ γυναῖκες φέρουσι βάρος τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔθετον ἐπ’ αὐτῆς [[ὅπως]] μὴ καταπονῆται (ὡς τὰ νῦν οἱ πωλοῦντες τὰς κολλύρας), Ἀπολλόδ. 2. 5, 11. 4) [[τρόπος]] κτενίσματος τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Πολυδ. Β΄, 31, Δ΄, 149. 5) σπεῖραι βόειαι, ἱμάντες ἐκ δέρματος βοὸς δι’ ὧν ὁ [[πύκτης]] ὥπλιζε τὴν πυγμήν του, caestus, Θεόκρ. 22. 80. 6) [[κόμβος]] ξύλου, ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 16. 76, 1. 7) [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐκ τυροῦ (ἕτεροι σπίρα), Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D. 8) = τῷ Λατιν. tors, μία ἐκ τῶν μεγάλων στρογγύλων γλυφῶν τῶν περὶ τὴν βάσιν Ἰωνικοῦ ἢ Κορινθιακοῦ κίονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 64., 2713-14, Πολυδ. Ζ', 121, Βιτρούβ. 3. 41 κἑξ. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐνόπλων ἀνδρῶν, ἐν χρήσει πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ρωμαϊκοῦ manipulus, περιέχοντος δύο λόχους, Πολύβ. 11. 23, 1, κτλ.· κατὰ σπείρας, manipulatim, [[αὐτόθι]] 3. 115, 1· - ἀλλ’ ἐν Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 1, = cohors, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4, σ. 162 (Indices), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 4, 2. (Πρβλ. [[σπάρτον]], [[σπυρίς]], Λατ. sporta). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |