Anonymous

πτέρυξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτέρυξ''': -ῠγος, ἡ· Ἐπικ. δοτ. πληθ. πτερύγεσσι· ([[πτερόν]]·) - ἡ [[πτέρυξ]] πτηνοῦ, κοινῶς «φτεροῦγα», Ἰλ. Β. 316· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., πτέρυγες, [[αὐτόθι]] 462, Ὀδ. Β. 149, Ἡσ. καὶ Αἰτ.· λευκοὶ πτεροῖσι..., πλὴν [[ἄκρων]] τῶν πτερύγων, λευκὰ κατὰ τὰ πτερὰ πλὴν τῶν [[ἄκρων]] τῶν πτερύγων, Ἡρόδ. 2. 76· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς Νίκης, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 2) [[ζῷον]] [[πτερωτός]], πτηνόν, Ἀνθ. Π. 6. 11· [[ἐντεῦθεν]], [[οἰωνός]], [[σημεῖον]] προφητικόν, οὐκ ἀγαθαί πτέρυγες Καλλ. Λουτ. Παλλάδ. 124. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]], παρεμφερὲς πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ. πτέρυγες, = πτερύγια, τὰ τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 72, Αἰλ. π. Ζ. 11. 24· τὰ πτερύγια τῶν φωκῶν ἢ πόδες αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 29, πρβλ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 10. 11· τῆς χελώνης οἱ πόδες, Νικ. Ἀλεξίφ. 570· οἱ πλόκαμοι [[μαλακίων]] τινῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 2. 14, 4. 2) [[φυλλάριον]], ἢ [[μέρος]] φύλλου, Λατ. pinna, Θεοφρ. π. Φυτ· Ἱστ. 3. 9, 6 (ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ)· - [[ὡσαύτως]] = [[πτερίς]], [[αὐτόθι]] 4. 2, 14 ([[ἔνθα]] ἴδε Scheid.), Διοσκ. 3. 151. 3) [[πηδάλιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 930 ἐξήρετμοι πτ., ἐπὶ τῶν κωπῶν, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3694· πρβλ. πτερὸν ΙΙΙ. Ι. 4) αἱ ἐκ μετάλλου ταινίαι, αἵτινες ἀπὸ τοῦ θώρακος κρεμάμεναι ἐκάλυπτον τὰ [[κάτωθεν]] τῆς ὀσφύος μέρη [[μέχρι]] τῶν γονάτων χωρὶς νὰ κωλύωσι τὰς κινήσεις τῶν σκελῶν, Ξενοφ. Ἀν. 4. 7, 15, πρβλ. Ἱππ. 12, 4 καὶ 6· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Δωρικοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 312, Πλουτ. Λυκούργ. κ. Νουμ. Συγκρ. 3, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62, κτλ.· ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 10. 5) [[πτέρυξ]] κοπίδος, τὸ πλατὺ [[μέρος]] αὐτῆς, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· ἐπὶ λόγχης, «[[ὅθεν]] δὲ πλατύνεται, πτέρυγες αἱ [[ἑκατέρωθεν]] προβολαὶ» [[Πολυδ]]. Ε΄, 21· ἐπὶ τοῦ ξιφοειδοῦς ῥύγχους τοῦ ξιφίου (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ῥύγχος]]), Αἰλ. π. Ζ. 9. 40. 6) λοβὸς τῶν πνευμόνων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181. 7) τὸ [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ οἰκοδομήματος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 121· πρβλ. [[πτερύγιον]] ΙΙ. 4. ΙΙΙ. πᾶν ὅ, τι καλύπτει ἢ προστατεύει ὡς αἱ πτέρυγες. πτ. πέπλων Εὐρ. Ἴων. 1143· Εὐβοίης [[κολπώδης]] [[πτέρυξ]], ὅ ἐ. ἡ Αὐλίς, Δινδ. εἰς Εὐρ. Ι. Α. 120, πρβλ. Τρῳ. 746. IV. μεταφορ. ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, κωλύουσα τὴν ἔξοδον ὀξέων γόων, Σοφ. Ἠλ. 243, [[ἔνθα]] ἴδε Ἕρμανν.· πτ. Πιερίδων Πινδ. Ι. 1. 90. - Πρβλ. [[πτερόν]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|lstext='''πτέρυξ''': -ῠγος, ἡ· Ἐπικ. δοτ. πληθ. πτερύγεσσι· ([[πτερόν]]·) - ἡ [[πτέρυξ]] πτηνοῦ, κοινῶς «φτεροῦγα», Ἰλ. Β. 316· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., πτέρυγες, [[αὐτόθι]] 462, Ὀδ. Β. 149, Ἡσ. καὶ Αἰτ.· λευκοὶ πτεροῖσι..., πλὴν [[ἄκρων]] τῶν πτερύγων, λευκὰ κατὰ τὰ πτερὰ πλὴν τῶν [[ἄκρων]] τῶν πτερύγων, Ἡρόδ. 2. 76· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς Νίκης, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 2) [[ζῷον]] [[πτερωτός]], πτηνόν, Ἀνθ. Π. 6. 11· [[ἐντεῦθεν]], [[οἰωνός]], [[σημεῖον]] προφητικόν, οὐκ ἀγαθαί πτέρυγες Καλλ. Λουτ. Παλλάδ. 124. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]], παρεμφερὲς πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ. πτέρυγες, = πτερύγια, τὰ τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 72, Αἰλ. π. Ζ. 11. 24· τὰ πτερύγια τῶν φωκῶν ἢ πόδες αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 29, πρβλ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 10. 11· τῆς χελώνης οἱ πόδες, Νικ. Ἀλεξίφ. 570· οἱ πλόκαμοι [[μαλακίων]] τινῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 2. 14, 4. 2) [[φυλλάριον]], ἢ [[μέρος]] φύλλου, Λατ. pinna, Θεοφρ. π. Φυτ· Ἱστ. 3. 9, 6 (ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ)· - [[ὡσαύτως]] = [[πτερίς]], [[αὐτόθι]] 4. 2, 14 ([[ἔνθα]] ἴδε Scheid.), Διοσκ. 3. 151. 3) [[πηδάλιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 930 ἐξήρετμοι πτ., ἐπὶ τῶν κωπῶν, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3694· πρβλ. πτερὸν ΙΙΙ. Ι. 4) αἱ ἐκ μετάλλου ταινίαι, αἵτινες ἀπὸ τοῦ θώρακος κρεμάμεναι ἐκάλυπτον τὰ [[κάτωθεν]] τῆς ὀσφύος μέρη [[μέχρι]] τῶν γονάτων χωρὶς νὰ κωλύωσι τὰς κινήσεις τῶν σκελῶν, Ξενοφ. Ἀν. 4. 7, 15, πρβλ. Ἱππ. 12, 4 καὶ 6· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Δωρικοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 312, Πλουτ. Λυκούργ. κ. Νουμ. Συγκρ. 3, Πολυδ. Ζ΄, 62, κτλ.· ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 10. 5) [[πτέρυξ]] κοπίδος, τὸ πλατὺ [[μέρος]] αὐτῆς, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· ἐπὶ λόγχης, «[[ὅθεν]] δὲ πλατύνεται, πτέρυγες αἱ [[ἑκατέρωθεν]] προβολαὶ» Πολυδ. Ε΄, 21· ἐπὶ τοῦ ξιφοειδοῦς ῥύγχους τοῦ ξιφίου (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ῥύγχος]]), Αἰλ. π. Ζ. 9. 40. 6) λοβὸς τῶν πνευμόνων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181. 7) τὸ [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ οἰκοδομήματος, Πολυδ. Ζ΄, 121· πρβλ. [[πτερύγιον]] ΙΙ. 4. ΙΙΙ. πᾶν ὅ, τι καλύπτει ἢ προστατεύει ὡς αἱ πτέρυγες. πτ. πέπλων Εὐρ. Ἴων. 1143· Εὐβοίης [[κολπώδης]] [[πτέρυξ]], ὅ ἐ. ἡ Αὐλίς, Δινδ. εἰς Εὐρ. Ι. Α. 120, πρβλ. Τρῳ. 746. IV. μεταφορ. ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, κωλύουσα τὴν ἔξοδον ὀξέων γόων, Σοφ. Ἠλ. 243, [[ἔνθα]] ἴδε Ἕρμανν.· πτ. Πιερίδων Πινδ. Ι. 1. 90. - Πρβλ. [[πτερόν]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
}}
{{bailly
{{bailly