3,270,621
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπᾰθάω''': ἐν τῷ ὑφαίνειν, κτυπῶ πρὸς τὰ πάνω τὸ [[ὕφασμα]] διὰ κτενίου ἢ τῆς σπάθης (ὃ ἴδε), σπ. τὸν ἱστόν, [[ὅπως]] τὸ [[ὕφασμα]] γίνηται πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, πρβλ.· | |lstext='''σπᾰθάω''': ἐν τῷ ὑφαίνειν, κτυπῶ πρὸς τὰ πάνω τὸ [[ὕφασμα]] διὰ κτενίου ἢ τῆς σπάθης (ὃ ἴδε), σπ. τὸν ἱστόν, [[ὅπως]] τὸ [[ὕφασμα]] γίνηται πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, πρβλ.· Πολυδ. Ζ΄, 36. ΙΙ. μεταφορ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 55, [[λίαν]] σπαθάν, [[καταναλίσκω]], καθηδυπαθῶ, ἀσωτεύω, [[ἰδιόρρυθμος]] [[φράσις]] εἰς δήλωσιν τῆς τῶν χρημάτων σπατάλης (πιθανῶς [[μετὰ]] παιδιὰς ἐπὶ τῆς λ. [[σπαταλάω]])· οὕτω, τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Διφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 27· σπ. τὰ χρήματα Πλουτ. Περικλ. 14, πρβλ. 2. 168Α, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 20, Φιλόστρ. 223, Ἀλκίφρων 3. 34· - μεταφορ. [[ὡσαύτως]] παρὰ Δημ. 354 ἐν τέλ., ἀσπαθᾶτο [[ταῦτα]] καὶ ἐδημηγορεῖτο, - [[ἔνθα]] ἡ ἀρίστη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] ὡς φαίνεται ἡ τοῦ Σχολ. ἐσπαθᾶτο = ἐδαψιλεύετο, ἅπαντα τὰ κέρδη καὶ αἱ ὠφέλειαι ἐσπαταλήθησαν· [[οὕτως]]: ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται τὰ τῶν ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 168Α. 2) [[ὡσαύτως]] = [[ἀλαζονεύομαι]], Μένανδρ. παρὰ Φωτ. («Μισογύνης» 1). ΙΙΙ. σπ. φυτά, [[κλαδεύω]] φυτά, [[περικόπτω]], Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθᾷ· τρυφᾷ. ἀναλίσκει ἀσώτως καὶ ἀφειδῶς, ἀλαζονεύεται». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |