Anonymous

πώγων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]».
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» Πολυδ. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένι]], [[γένειο]] («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.)<br /><b>2.</b> [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πώγων</i><br />[[φυσικός]] [[λιμένας]] που σχηματίζεται [[μεταξύ]] τών νοτιοδυτικών ακτών της νήσου Πόρου και τών [[απέναντι]] ακτών της Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> ανώμαλη [[ουρά]] κομήτη που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για άλογα) το [[μέρος]] της κεφαλής που βρίσκεται [[πίσω]] από το [[κάτω]] [[χείλος]] στη [[συμβολή]] τών δύο [[γνάθων]], όπου ακουμπάει το ψέλλι του χαλινού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μακρύ [[τρίχωμα]] που φυτρώνει [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] μερικών μαστοφόρων ζώων<br /><b>2.</b> η ρυτιδωμένη [[σάρκα]] [[γύρω]] από το [[ράμφος]] της στρουθοκαμήλου<br /><b>3.</b> τα σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] του πετεινού<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[φίδι]]) [[εξόγκωμα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πιγούνι]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγόχορτο]] ή σκούλι<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ακίδα]] βέλους («βέλους δ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῡνται», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πώγων]] [[πυρός]]»<br /><b>μτφ.</b> πύρινη [[γλώσσα]] («[[πώγων]] [[πυρός]]<br />ἡ εἰς ὀξὺ ἀναδρομὴ τῆς [[φλογός]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με το [[πήγνυμι]] ή με την ΙΕ ρ. <i>peu</i>- / <i>p</i><i>ū</i>- / <i>p</i><i>ō</i>[[u]]- με σημ. «[[φουσκώνω]]» δεν θεωρούνται πιθανές].
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένι]], [[γένειο]] («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.)<br /><b>2.</b> [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πώγων</i><br />[[φυσικός]] [[λιμένας]] που σχηματίζεται [[μεταξύ]] τών νοτιοδυτικών ακτών της νήσου Πόρου και τών [[απέναντι]] ακτών της Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> ανώμαλη [[ουρά]] κομήτη που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για άλογα) το [[μέρος]] της κεφαλής που βρίσκεται [[πίσω]] από το [[κάτω]] [[χείλος]] στη [[συμβολή]] τών δύο [[γνάθων]], όπου ακουμπάει το ψέλλι του χαλινού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μακρύ [[τρίχωμα]] που φυτρώνει [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] μερικών μαστοφόρων ζώων<br /><b>2.</b> η ρυτιδωμένη [[σάρκα]] [[γύρω]] από το [[ράμφος]] της στρουθοκαμήλου<br /><b>3.</b> τα σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] του πετεινού<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[φίδι]]) [[εξόγκωμα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πιγούνι]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγόχορτο]] ή σκούλι<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ακίδα]] βέλους («βέλους δ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῡνται», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πώγων]] [[πυρός]]»<br /><b>μτφ.</b> πύρινη [[γλώσσα]] («[[πώγων]] [[πυρός]]<br />ἡ εἰς ὀξὺ ἀναδρομὴ τῆς [[φλογός]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με το [[πήγνυμι]] ή με την ΙΕ ρ. <i>peu</i>- / <i>p</i><i>ū</i>- / <i>p</i><i>ō</i>[[u]]- με σημ. «[[φουσκώνω]]» δεν θεωρούνται πιθανές].
}}
}}
{{lsm
{{lsm