Anonymous

στάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στάσιμος''': -ον, ([[στάσις]]): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, [[ἀκίνητος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον [[ὕδωρ]], ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. [[αἷμα]] ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[στερεός]], ὡς τὸ [[στρυφνός]], ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ [[ῥοώδης]], Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. [[εἶναι]], ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. [[κίνησις]] Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· [[πνεῦμα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκλόνητος]], Λατιν. constans, [[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ [[εὐστάθεια]], ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· [[οὕτως]], οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· [[μέτρον]] στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· [[λέξις]] στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - [[ἀλλά]], β) στάσιμον ([[μετὰ]] τοῦ [[μέλος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, [[Πολυδ]]. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν [[οὕτως]] [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, [[ἐπειδὴ]] τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ [[μετὰ]] τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται [[ὡσαύτως]] [[στάσις]] μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ἀργύριον]] στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. ([[στάσις]] Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1.
|lstext='''στάσιμος''': -ον, ([[στάσις]]): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, [[ἀκίνητος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον [[ὕδωρ]], ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. [[αἷμα]] ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[στερεός]], ὡς τὸ [[στρυφνός]], ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ [[ῥοώδης]], Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. [[εἶναι]], ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. [[κίνησις]] Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· [[πνεῦμα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκλόνητος]], Λατιν. constans, [[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ [[εὐστάθεια]], ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· [[οὕτως]], οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· [[μέτρον]] στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· [[λέξις]] στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - [[ἀλλά]], β) στάσιμον ([[μετὰ]] τοῦ [[μέλος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, Πολυδ. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν [[οὕτως]] [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, [[ἐπειδὴ]] τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ [[μετὰ]] τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται [[ὡσαύτως]] [[στάσις]] μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ἀργύριον]] στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. ([[στάσις]] Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[στάσιμος]], -ον ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κινείται, [[ακίνητος]] (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[στάσιμο]](<i>ν</i>)<br />χορικό [[άσμα]] της αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο [[χορός]] [[ανάμεσα]] σε δύο επεισόδια [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας θεατρικής παράστασης και παρουσίαζε [[μετρική]] [[ανομοιομορφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[εξέλιξη]] ή [[βελτίωση]] που παραμένει στο ίδιο [[σημείο]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει στάσιμη» β. «οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες»)<br /><b>2.</b> (για μαθητή, υπάλληλο, αξιωματικό) αυτός που δεν προάγεται, που μένει στην [[ίδια]] [[τάξη]] ή [[θέση]] ή στον ίδιο βαθμό<br />3.<b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικών φαινομένων τα οποία αναπαράγονται ταυτόσημα, με την πάροδο του χρόνου, και χαρακτηρίζονται από αρμονική [[εξέλιξη]] σε [[συνάρτηση]] με τον χρόνο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[πλανήτης]]»<br /><b>αστρον.</b> [[πλανήτης]] που διέρχεται από το [[σημείο]] της φαινόμενης τροχιάς, [[κατά]] το οποίο, με τη [[μεταβολή]] της [[φοράς]] κίνησης, φαίνεται [[ακίνητος]]<br />β) «[[στάσιμος]] [[δορυφόρος]]»<br /><b>αστροναυτ.</b> [[τεχνητός]] [[δορυφόρος]] του οποίου η [[περίοδος]] [[είναι]] ίση με την αστρική [[περιστροφή]] της Γης και ο [[οποίος]] αν εκτοξευθεί σε ισημερινή [[τροχιά]] φαίνεται [[ακίνητος]] [[πάνω]] από έναν [[τόπο]], αλλ. γεωστάσιμος [[δορυφόρος]]<br />γ) «στάσιμα κύματα»<br />i) <b>φυσ.</b> [[κατηγορία]] κυμάτων στα οποία, σε [[αντίθεση]] με τα τρέχοντα κύματα, τα φαινόμενα ταλάντωσης σε [[κάθε]] [[σημείο]] βρίσκονται [[είτε]] εν φάσει [[είτε]] υπό αντίθετη [[φάση]]<br />ii) <b>(τηλεπικ.)</b> κύματα που δημιουργούνται [[ανάμεσα]] στο ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]] που προσπίπτει και σε εκείνο που ανακλάται<br />δ) «στάσιμη [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> (στην [[κβαντομηχανική]]) η πλήρως καθορισμένη ενεργειακή [[κατάσταση]] ενός κβαντικού συστήματος, για την οποία η ως [[προς]] τον χρόνο [[μεταβολή]] του καταστατικού της διανύσματος [[είναι]] αρμονική<br />ε) «στάσιμη [[φάση]]»<br /><b>βιολ.</b> το τρίτο [[στάδιο]] στην [[εξέλιξη]] μιας βακτηριακής αποικίας, όταν ο [[πολλαπλασιασμός]] επιβραδύνεται και ουσιαστικά σταματά λόγω εξάντλησης τών θρεπτικών αποθεμάτων<br />στ) «[[στάσιμο]] [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η διαχωριστική [[επιφάνεια]] [[μεταξύ]] δύο αέριων μαζών με διαφορετικά θερμικά χαρακτηριστικά η οποία πραγματοποιεί ελάχιστη μόνο ή και μηδενική οριζόντια [[κίνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] («τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[σταθερός]], [[ακλόνητος]] στις αρχές του (α. «[[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στάσιμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[φρόνιμος]] καὶ [[στάσιμος]] [[ἄνθρωπος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδρανής]], [[άπρακτος]]<br /><b>4.</b> (για τροφές και ουσίες) [[στυπτικός]]<br /><b>5.</b> (για [[μουσική]]) σοβαρή («ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ [[μάλιστα]] [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῑον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>τὸ στάσιμον</i><br />[[σταθερότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στάσιμα</i><br />τα ζύγια, τα βαρίδια<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] επί τόπου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τὸ στάσιμον τῆς ἵππου» — το [[βαρύ]] ιππικό, το [[βαριά]] οπλισμένο (<b>Πολ.</b>)<br />γ) «[[ἀργύριον]] στάσιμον» — χρήματα δανεισμένα με τόκο <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «στάσιμα ἄστρα» — απλανείς αστέρες (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />ε) «στασιμώτατον [[μέτρον]]» — το ηρωικό [[μέτρο]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-η, -ο / [[στάσιμος]], -ον ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κινείται, [[ακίνητος]] (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[στάσιμο]](<i>ν</i>)<br />χορικό [[άσμα]] της αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο [[χορός]] [[ανάμεσα]] σε δύο επεισόδια [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας θεατρικής παράστασης και παρουσίαζε [[μετρική]] [[ανομοιομορφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[εξέλιξη]] ή [[βελτίωση]] που παραμένει στο ίδιο [[σημείο]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει στάσιμη» β. «οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες»)<br /><b>2.</b> (για μαθητή, υπάλληλο, αξιωματικό) αυτός που δεν προάγεται, που μένει στην [[ίδια]] [[τάξη]] ή [[θέση]] ή στον ίδιο βαθμό<br />3.<b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικών φαινομένων τα οποία αναπαράγονται ταυτόσημα, με την πάροδο του χρόνου, και χαρακτηρίζονται από αρμονική [[εξέλιξη]] σε [[συνάρτηση]] με τον χρόνο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[πλανήτης]]»<br /><b>αστρον.</b> [[πλανήτης]] που διέρχεται από το [[σημείο]] της φαινόμενης τροχιάς, [[κατά]] το οποίο, με τη [[μεταβολή]] της [[φοράς]] κίνησης, φαίνεται [[ακίνητος]]<br />β) «[[στάσιμος]] [[δορυφόρος]]»<br /><b>αστροναυτ.</b> [[τεχνητός]] [[δορυφόρος]] του οποίου η [[περίοδος]] [[είναι]] ίση με την αστρική [[περιστροφή]] της Γης και ο [[οποίος]] αν εκτοξευθεί σε ισημερινή [[τροχιά]] φαίνεται [[ακίνητος]] [[πάνω]] από έναν [[τόπο]], αλλ. γεωστάσιμος [[δορυφόρος]]<br />γ) «στάσιμα κύματα»<br />i) <b>φυσ.</b> [[κατηγορία]] κυμάτων στα οποία, σε [[αντίθεση]] με τα τρέχοντα κύματα, τα φαινόμενα ταλάντωσης σε [[κάθε]] [[σημείο]] βρίσκονται [[είτε]] εν φάσει [[είτε]] υπό αντίθετη [[φάση]]<br />ii) <b>(τηλεπικ.)</b> κύματα που δημιουργούνται [[ανάμεσα]] στο ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]] που προσπίπτει και σε εκείνο που ανακλάται<br />δ) «στάσιμη [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> (στην [[κβαντομηχανική]]) η πλήρως καθορισμένη ενεργειακή [[κατάσταση]] ενός κβαντικού συστήματος, για την οποία η ως [[προς]] τον χρόνο [[μεταβολή]] του καταστατικού της διανύσματος [[είναι]] αρμονική<br />ε) «στάσιμη [[φάση]]»<br /><b>βιολ.</b> το τρίτο [[στάδιο]] στην [[εξέλιξη]] μιας βακτηριακής αποικίας, όταν ο [[πολλαπλασιασμός]] επιβραδύνεται και ουσιαστικά σταματά λόγω εξάντλησης τών θρεπτικών αποθεμάτων<br />στ) «[[στάσιμο]] [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η διαχωριστική [[επιφάνεια]] [[μεταξύ]] δύο αέριων μαζών με διαφορετικά θερμικά χαρακτηριστικά η οποία πραγματοποιεί ελάχιστη μόνο ή και μηδενική οριζόντια [[κίνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] («τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[σταθερός]], [[ακλόνητος]] στις αρχές του (α. «[[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στάσιμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[φρόνιμος]] καὶ [[στάσιμος]] [[ἄνθρωπος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδρανής]], [[άπρακτος]]<br /><b>4.</b> (για τροφές και ουσίες) [[στυπτικός]]<br /><b>5.</b> (για [[μουσική]]) σοβαρή («ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ [[μάλιστα]] [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῑον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>τὸ στάσιμον</i><br />[[σταθερότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στάσιμα</i><br />τα ζύγια, τα βαρίδια<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] επί τόπου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τὸ στάσιμον τῆς ἵππου» — το [[βαρύ]] ιππικό, το [[βαριά]] οπλισμένο (<b>Πολ.</b>)<br />γ) «[[ἀργύριον]] στάσιμον» — χρήματα δανεισμένα με τόκο <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «στάσιμα ἄστρα» — απλανείς αστέρες (<b>Πολυδ.</b>)<br />ε) «στασιμώτατον [[μέτρον]]» — το ηρωικό [[μέτρο]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm