Anonymous

τράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε [[ὄπισθεν]] καὶ τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους [[μέρος]])· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον [[ὑψόθεν]] πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις [[σέθεν]] Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. [[Πολυδ]]. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ [[σχοινίον]] εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, [[μάλιστα]] τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, [[οἷον]] ὁ [[τράχηλος]] τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν [[εἶναι]] δὲ φανερὸν τί [[μέρος]] τοῦ καράβου [[εἶναι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) [[λαιμὸς]] σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας [[Πολυδ]]. Β΄, 171, 222· [[ἴσως]] οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον [[μέρος]] ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν [[αὐτοῦ]] κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς [[εἶναι]] συγγεν. τῷ Λατ. terg um).
|lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε [[ὄπισθεν]] καὶ τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους [[μέρος]])· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον [[ὑψόθεν]] πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις [[σέθεν]] Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. Πολυδ. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ [[σχοινίον]] εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν [[μετὰ]] τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, [[μάλιστα]] τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, [[οἷον]] ὁ [[τράχηλος]] τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν [[εἶναι]] δὲ φανερὸν τί [[μέρος]] τοῦ καράβου [[εἶναι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) [[λαιμὸς]] σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας Πολυδ. Β΄, 171, 222· [[ἴσως]] οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον [[μέρος]] ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν [[αὐτοῦ]] κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς [[εἶναι]] συγγεν. τῷ Λατ. terg um).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχαλος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α<br /><b>1.</b> το στενό και κυλινδρικό [[τμήμα]] του σώματος το οποίο συνενώνει την [[κεφαλή]] με τον κορμό, ο [[λαιμός]] [[μαζί]] με τον αυχένα<br /><b>2.</b> [[αυχένας]], [[σβέρκος]] («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>3.</b> το στενό [[τμήμα]] διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («[[τράχηλος]] της κύστεως», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (τροφ.-τεχνολ.) [[τεμάχιο]] χονδρικής πώλησης από την αντίστοιχη [[περιοχή]] του σφαγίου τών βοοειδών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[τμήμα]] της στήλης ιστού ή του επιστηλίου όπου προσδένονται οι επίτονοι ή οι [[πρότονοι]], κν. το [[μέρος]] της καπελαδούρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[τράχηλος]] της μήτρας» — το [[κάτω]] στενό [[μέρος]] της μήτρας, του οποίου το έξω [[στόμιο]] ανοίγεται στον [[κόλπο]]<br />β) «[[κάθομαι]] στον τράχηλο κάποιου» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, του [[κάθομαι]] στον σβέρκο<br />γ) «[[σκύβω]] τον τράχηλο σε κάποιον» — [[υπακούω]] αδιαμαρτύρητα, [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το στενόμακρο [[τμήμα]] δοχείων [[μεταξύ]] στομίου και κύριου σώματος, ο [[λαιμός]] («[[τράχηλος]] [[πίθων]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι σάρκες [[γύρω]] από τον λαιμό<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με τον τράχηλο, [[κυρίως]] ως [[προς]] το [[σχήμα]], όπως λ.χ. το ανώτατο [[τμήμα]] της πορφύρας ή [[τμήμα]] του σώματος του σκαθαριού ή το στενόμακρο [[τμήμα]] της κοιλιάς ή, [[ακόμη]], ο [[λαιμός]] του αγγουριού<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> το μεσαίο [[τμήμα]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαμφ</i>-<i>ηλ</i>-<i>αί</i>) και μπορεί να αναχθεί στην [[οικογένεια]] του ρ. [[τρέχω]], μέσω μιας αρχικής σημ. «[[τμήμα]] του σώματος που γυρίζει, που στρέφεται» (για τη σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] <b>πρβλ.</b> τα ζεύγη αρχ. σλαβ. <i>vratŭ</i> «[[τράχηλος]]»: <i>vratiti</i> «[[γυρίζω]], [[στρέφω]]», λιθουαν. <i>k</i><i>ā</i><i>klas</i> «[[τράχηλος]]»: ελλ. [[κύκλος]]). Το -<i>α</i>- του τ. [[τράχηλος]] μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] αντιπροσώπευσης της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]], [[είναι]], όμως, [[εξίσου]] πιθανό ότι πρόκειται για το -<i>α</i>- που απαντά και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]], [[σκάπτω]], [[τραυλός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τραχηλιαίος]], [[τραχηλίζω]], [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχήλια]], [[τραχηλιμαίος]], [[τραχήλιον]], [[τραχήλιος]], [[τραχηλίς]], [[τραχηλιώδης]], [[τραχηλιώτης]], [[τραχηλώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραχηλιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάς]], [[τραχηλιά]](-<i>έα</i>), [[τραχήλωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάτος]], [[τραχήλης]], [[τραχήλι]], [[τραχηλίτιδα]], [[τραχηλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[τραχηλάγχη]], [[τραχηλοδεσμότης]], [[τραχηλοειδής]], [[τραχηλοκοπώ]], [[τραχηλόσιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλοκάκκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάγρα]], [[τραχηλαλγία]], [[τραχηλαιμάτωμα]], [[τραχηλόδεσμος]], [[τραχηλοπηξία]], [[τραχηλορραφία]], [[τραχηλόσπερμο]], [[τραχηλοτομία]]. (Β' συνθετικό) [[ατράχηλος]], [[λεπτοτράχηλος]], [[μεγαλοτράχηλος]], [[σκληροτράχηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιτράχηλος]], [[βραχυτράχηλος]], [[ετεροτράχηλος]], [[ευθυτράχηλος]], [[ευτράχηλος]], [[κακοτράχηλος]], [[καλοτράχηλος]], [[κολοβοτράχηλος]], [[λευκοτράχηλος]], [[λιθοτράχηλος]], [[μακροτράχηλος]], [[μικροτράχηλος]], [[παρατράχηλος]], [[παχυτράχηλος]], [[περιτράχηλος]], [[πολυτράχηλος]], [[σιμοτράχηλος]], [[στενοτράχηλος]], [[συντράχηλος]], [[υγροτράχηλος]], [[υποτράχηλος]], [[υψηλοτράχηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαρμαροτράχηλος]], <i>χονδροτράχηλος</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχαλος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α<br /><b>1.</b> το στενό και κυλινδρικό [[τμήμα]] του σώματος το οποίο συνενώνει την [[κεφαλή]] με τον κορμό, ο [[λαιμός]] [[μαζί]] με τον αυχένα<br /><b>2.</b> [[αυχένας]], [[σβέρκος]] («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>3.</b> το στενό [[τμήμα]] διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («[[τράχηλος]] της κύστεως», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (τροφ.-τεχνολ.) [[τεμάχιο]] χονδρικής πώλησης από την αντίστοιχη [[περιοχή]] του σφαγίου τών βοοειδών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[τμήμα]] της στήλης ιστού ή του επιστηλίου όπου προσδένονται οι επίτονοι ή οι [[πρότονοι]], κν. το [[μέρος]] της καπελαδούρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[τράχηλος]] της μήτρας» — το [[κάτω]] στενό [[μέρος]] της μήτρας, του οποίου το έξω [[στόμιο]] ανοίγεται στον [[κόλπο]]<br />β) «[[κάθομαι]] στον τράχηλο κάποιου» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, του [[κάθομαι]] στον σβέρκο<br />γ) «[[σκύβω]] τον τράχηλο σε κάποιον» — [[υπακούω]] αδιαμαρτύρητα, [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το στενόμακρο [[τμήμα]] δοχείων [[μεταξύ]] στομίου και κύριου σώματος, ο [[λαιμός]] («[[τράχηλος]] [[πίθων]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι σάρκες [[γύρω]] από τον λαιμό<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με τον τράχηλο, [[κυρίως]] ως [[προς]] το [[σχήμα]], όπως λ.χ. το ανώτατο [[τμήμα]] της πορφύρας ή [[τμήμα]] του σώματος του σκαθαριού ή το στενόμακρο [[τμήμα]] της κοιλιάς ή, [[ακόμη]], ο [[λαιμός]] του αγγουριού<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> το μεσαίο [[τμήμα]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαμφ</i>-<i>ηλ</i>-<i>αί</i>) και μπορεί να αναχθεί στην [[οικογένεια]] του ρ. [[τρέχω]], μέσω μιας αρχικής σημ. «[[τμήμα]] του σώματος που γυρίζει, που στρέφεται» (για τη σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] <b>πρβλ.</b> τα ζεύγη αρχ. σλαβ. <i>vratŭ</i> «[[τράχηλος]]»: <i>vratiti</i> «[[γυρίζω]], [[στρέφω]]», λιθουαν. <i>k</i><i>ā</i><i>klas</i> «[[τράχηλος]]»: ελλ. [[κύκλος]]). Το -<i>α</i>- του τ. [[τράχηλος]] μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] αντιπροσώπευσης της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]], [[είναι]], όμως, [[εξίσου]] πιθανό ότι πρόκειται για το -<i>α</i>- που απαντά και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]], [[σκάπτω]], [[τραυλός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τραχηλιαίος]], [[τραχηλίζω]], [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχήλια]], [[τραχηλιμαίος]], [[τραχήλιον]], [[τραχήλιος]], [[τραχηλίς]], [[τραχηλιώδης]], [[τραχηλιώτης]], [[τραχηλώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραχηλιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάς]], [[τραχηλιά]](-<i>έα</i>), [[τραχήλωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάτος]], [[τραχήλης]], [[τραχήλι]], [[τραχηλίτιδα]], [[τραχηλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[τραχηλάγχη]], [[τραχηλοδεσμότης]], [[τραχηλοειδής]], [[τραχηλοκοπώ]], [[τραχηλόσιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλοκάκκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάγρα]], [[τραχηλαλγία]], [[τραχηλαιμάτωμα]], [[τραχηλόδεσμος]], [[τραχηλοπηξία]], [[τραχηλορραφία]], [[τραχηλόσπερμο]], [[τραχηλοτομία]]. (Β' συνθετικό) [[ατράχηλος]], [[λεπτοτράχηλος]], [[μεγαλοτράχηλος]], [[σκληροτράχηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιτράχηλος]], [[βραχυτράχηλος]], [[ετεροτράχηλος]], [[ευθυτράχηλος]], [[ευτράχηλος]], [[κακοτράχηλος]], [[καλοτράχηλος]], [[κολοβοτράχηλος]], [[λευκοτράχηλος]], [[λιθοτράχηλος]], [[μακροτράχηλος]], [[μικροτράχηλος]], [[παρατράχηλος]], [[παχυτράχηλος]], [[περιτράχηλος]], [[πολυτράχηλος]], [[σιμοτράχηλος]], [[στενοτράχηλος]], [[συντράχηλος]], [[υγροτράχηλος]], [[υποτράχηλος]], [[υψηλοτράχηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαρμαροτράχηλος]], <i>χονδροτράχηλος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm