Anonymous

σπάθη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b3">(\p{L}+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάθη''': [ᾰ], ἡ πᾶν πλατὺ [[ἔλασμα]] ὡς κοπὶς ἐκ ξύλου ἢ ἐκ μετάλλου· 1) ἐπιπεδου πλατὺ [[ξύλον]] ᾧ ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ ὑφάνται ἐν τῷ ὀρθίῳ αὑτῶν ἱστῷ (ἀντὶ τοῦ κτενὸς ᾧ κτενὸς ᾧ ἐχρῶντο [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ὁριζοντίῳ) [[ὅπως]] πλήττοντες τὴν κρόκην πυκνὸν καταστήσωσι τὸ [[ὕφασμα]], Αἰσχύλ. Χο. 232, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, Πλάτ. Λῦσ. 208 D· αἰτ. πληθ. Αἰολ. σπάθᾰς. Ἀνθ. Π. 6. 288· - πρβλ. [[σπαθάω]], [[κερκίς]]. 2) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου, Λατ. spatula, δι’ οὗ ἀνακυκᾷ τίς τι, Ἄλεξ. ἐν «Δρωπίδῃ» 2· [[μάλιστα]] [[χάριν]] ἰατρικῶν σκοπῶν, Ὀρείβάσ. 122 Mai., κλπ. 3) ὡς τὸ [[πλάτη]], τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λυκόφρ. 23. 4) αἱ πλατεῖαι πλευραί, ἐν τῷ πληθ., [[Πολυδ]]. Β΄, 181, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 256· - παρ’ Ἱππ. [[ὡσαύτως]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], scapula, 273, 17. 5) ἡ [[πλατεῖα]] κοπὶς ξίφους, Χαλκιδικαὶ σπάθαι Ἀλκαῖ. 15Β· σπάθῃ κολούων φασγάνου Εὐρ. Ἀποσπ. 374· σπάθην παραφαίνων... χρυσένδετον Φιλήμ. ἐν «Πτωχῷ» 4. 6) ξυστρίον ἵππων, [[Πολυδ]]. Α΄, 185. 7) τὸ [[στέλεχος]] φύλλου ἢ κλάδου φοίνικος, Ἡρόδ. 7. 69· [[ὡσαύτως]] ὁ [[μίσχος]] τοῦ ἄνθους φυτῶν τινων [[μάλιστα]] τῶν ὁμοίων πρὸς τὸν φοίνικα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 2. 8. 4, [[Πολυδ]]. Α΄, 244. (Λατ. spatha, Ἰταλ. spada, Γερμαν. spatel, Ἀγγλ. spade, paddle, κτλ.
|lstext='''σπάθη''': [ᾰ], ἡ πᾶν πλατὺ [[ἔλασμα]] ὡς κοπὶς ἐκ ξύλου ἢ ἐκ μετάλλου· 1) ἐπιπεδου πλατὺ [[ξύλον]] ᾧ ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ ὑφάνται ἐν τῷ ὀρθίῳ αὑτῶν ἱστῷ (ἀντὶ τοῦ κτενὸς ᾧ κτενὸς ᾧ ἐχρῶντο [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ὁριζοντίῳ) [[ὅπως]] πλήττοντες τὴν κρόκην πυκνὸν καταστήσωσι τὸ [[ὕφασμα]], Αἰσχύλ. Χο. 232, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, Πλάτ. Λῦσ. 208 D· αἰτ. πληθ. Αἰολ. σπάθᾰς. Ἀνθ. Π. 6. 288· - πρβλ. [[σπαθάω]], [[κερκίς]]. 2) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου, Λατ. spatula, δι’ οὗ ἀνακυκᾷ τίς τι, Ἄλεξ. ἐν «Δρωπίδῃ» 2· [[μάλιστα]] [[χάριν]] ἰατρικῶν σκοπῶν, Ὀρείβάσ. 122 Mai., κλπ. 3) ὡς τὸ [[πλάτη]], τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λυκόφρ. 23. 4) αἱ πλατεῖαι πλευραί, ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Β΄, 181, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 256· - παρ’ Ἱππ. [[ὡσαύτως]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], scapula, 273, 17. 5) ἡ [[πλατεῖα]] κοπὶς ξίφους, Χαλκιδικαὶ σπάθαι Ἀλκαῖ. 15Β· σπάθῃ κολούων φασγάνου Εὐρ. Ἀποσπ. 374· σπάθην παραφαίνων... χρυσένδετον Φιλήμ. ἐν «Πτωχῷ» 4. 6) ξυστρίον ἵππων, Πολυδ. Α΄, 185. 7) τὸ [[στέλεχος]] φύλλου ἢ κλάδου φοίνικος, Ἡρόδ. 7. 69· [[ὡσαύτως]] ὁ [[μίσχος]] τοῦ ἄνθους φυτῶν τινων [[μάλιστα]] τῶν ὁμοίων πρὸς τὸν φοίνικα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 2. 8. 4, Πολυδ. Α΄, 244. (Λατ. spatha, Ἰταλ. spada, Γερμαν. spatel, Ἀγγλ. spade, paddle, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly